Παύλος Παφίτης: Το οδοιπορικό της ξενιτιάς και άλλες θύμησες από την Αραδίππου του χτες…

Γράφει ο Κώστας Κατσώνης

Με τον Παύλο Παφίτη, που εδώ και 63 χρόνια διαμένει μόνιμα στην Αγγλία, είχαμε πρόσφατα μια συνομιλία μέσα από την οποία ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης του και μας ταξιδεύει σε δύσκολες περασμένες εποχές, της δεκαετίας του ’60 και μετέπειτα, δίνοντάς μας πολύ παραστατικά το χρονικό του δικού του ξενιτεμού-και σταδιακά όλης της πολυμελούς οικογένειας Παφίτη, αρχικά στο Λονδίνο και στη συνέχεια, με τη δική του οικογένεια στο Μπίρμιγχαμ και σήμερα, εδώ και αρκετά χρόνια, στο Wolverhampton.

1. Μίλησέ μας αγαπητέ Παύλο για τη γέννηση, την οικογένειά σου, τους γονείς και τα εννιά αδέρφια σου.

Γεννήθηκα στις 14 Απριλίου 1944 στην Αραδίππου.
Γονείς μου ήταν η Μαρίτσα Ττεραλλή (1913-2003), το γένος Χατζησάββα, που έφυγε από ανάμεσά μας πριν από 20 χρόνια, σε ηλικία 90 χρόνων και ο Νεόφυτος Παφίτης (1910-1989), που μας έφυγε κάπως νωρίτερα σε ηλικία 79 χρόνων, πριν από 34 χρόνια. Είναι και οι δύο θαμμένοι στο Κοιμητήριο του Southgate. Το επίθετο “Παφίτης” το οφείλουμε στο γεγονός ότι ο πατέρας μας καταγόταν από την Πάφο.

Στη μέση ο παππούς Σάββας Τεραλλή Χατζιησάββας, όρθιος στα δεξιά ο Νεόφυτος Παφίτης, δίπλα η Μαρίτσα Παφίτη και από αριστερά τα παιδιά Παύλος, η Ελένη στο αλογάκι, η Αντρούλα στην αγκαλιά του παππού, καθισμένος ο Σάββας (Σαβίκος) και όρθιος ο μεγάλος αδελφός Κυριάκος (Κίκης).

 

Το πραγματικό του επίθετο ήταν Ππελέρης. Στην Αραδίππου όλοι τον έλεγαν “Παφίτη” και, όπως γίνεται σε έτσι περιπτώσεις, το υιοθέτησε και ο ίδιος ως επίθετο. Αποφάσισε να φύγει από το χωριό του, τη Χούλου της Πάφου, λόγω φτώχειας και οικονομικών δυσκολιών, αναζητώντας δουλειά και καλύτερες συνθήκες ζωής. Είχε πεθάνει ο πατέρας τους (και παππούς μου) σε νεαρή ηλικία κι ορφάνεψαν κι έμειναν χωρίς προστάτη τα παιδιά και συναντούσαν πολλές δυσκολίες. Πήγε πρώτα στο Μιτσερό με τον αδερφό του τον Παντελή και μετά στη Λάρνακα, όπου δούλευε με τον γνωστό εργολάβο οικοδομών Χατζηπαντελή. Και παρέμεινε κτίστης σε όλη του τη ζωή, ακόμα και στην Αγγλία όταν μετανάστευσε.

Γνώρισε τη σύζυγό του Μαρίτσα τυχαία στο λεωφορείο σε μια εκδρομή στον Απόστολο Αντρέα, που οργάνωσε τότε η συντεχνία της ΠΕΟ, όπου ως οικοδόμος ήταν μέλος. Πήγαιναν με το λεωφορείο του Λοϊζή του Ξύδκια κι ήταν μέσα στο λεωφορείο η Μαριτσού με τις φιλενάδες της. Είχε βρουλιά και ήταν όμορφη και του άρεσε. Ήταν φτωχή, γιατί χρεοκόπησε ο πατέρας της, αλλά αυτό δεν τον ένοιαζε. Την αγάπησε και τελικά παντρεύτηκαν κι έκαναν την οικογένειά τους. Είχαν ένα δικό τους μικρό σπίτι στην Αραδίππου κι όταν άρχισαν να γεννιούνται τα παιδιά-εννιά συνολικά, σαν μάστρος που ήταν, έκτιζε σιγά σιγά, ένα ένα, τα καινούργια δωμάτια, ώστε να είναι άνετη η ζωή των παιδιών. Όλα τα παιδιά γεννηθήκαμε στην Αραδίππου.

Τα οκτώ αδέρφια μου κι εγώ γεννηθήκαμε με την ακόλουθη σειρά: Κυριάκος (Κίκης, 1940), Σαββής (1942), Παύλος (1944), Ελένη (1946), Ανδρούλα (1948), Λευτέρης (1950), Δημητράκης (1952), Φώτης (1954) και ο πιο μικρός ο Μάικολ (1962;).. Ο μεγάλος μας αδερφός ο Κίκης δεν είναι πια μαζί μας. Έφυγε από τη ζωή πριν από μερικά χρόνια κτυπημένος από την επάρατη νόσο…βαθιά πληγωμένος μετά που έχασε ξαφνικά τον γιο του, που ήταν καλός ζωγράφος και είχε λάβει το επίθετο του πατέρα μας: Γιώργος Πελέρης.

Από δεξιά η Ελένη, δίπλα η Αντρούλα, ο Λευτέρης, ο Φώτης, η μαμα Μαρίτσα που κρατά στα χέρια της τον Μιχαλάκη και τέλος ο Δημητράκης.

 

2. Μίλησέ μας τώρα για τα παιδικά σου χρόνια, για το σχολείο και για ό,τι άλλο θέλεις και θυμάσαι:

Φοίτησα στο Δημοτικό Σχολείο Αραδίππου, το σημερινό Α΄, που ήταν το μοναδικό τότε σχολείο της Αραδίππου. Όταν άρχισε ο αγώνας της ΕΟΚΑ 1955-59, ήμουν στην 6η τάξη, τελειόφοιτος. Έκλεινε τότε το σχολείο, θυμάμαι κάθε φορά που έβαζαν ελληνική σημαία. Η Αστυνομία ήταν απέναντι από το σχολείο, αλλά τους ξεγελούσαν κάποιοι νεαροί μαθητές του γυμνασίου, που πήγαιναν κρυφά τη νύχτα, ανέβαιναν στη στέγη του σχολείου, κατέβαζαν από τον ιστό την αγγλική σημαία και ύψωναν την ελληνική. Και κάθε φορά που γινόταν αυτό οι Άγγλοι έκλειναν το σχολείο. Κι εμείς το γνωρίζαμε κι όταν βλέπαμε πάνω στο σχολείο την ελληνική σημαία γυρίζαμε χαρούμενοι στα σπίτια μας, γιατί δεν θα είχαμε σχολείο.

Πηγαίναμε και ξυπόλητοι κάποτε στο σχολείο. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια και ιδίως όταν ήταν καλοκαίρι, ήμασταν όλη μέρα ξυπόλητοι και μας άρεσε.

Ένα περιστατικό που θυμάμαι πολύ είναι το εξής: Ήταν το πανηγύρι της Αγίας Κατερίνας, που γιορτάζει κάθε χρόνο στις 25 Νοεμβρίου. Το εκκλησάκι της ήταν (όπως είναι και σήμερα) δίπλα από το σχολείο και στο πανηγύρι της μαζευόταν πολύς κόσμος. Πουλούσε πωρικά, θυμάμαι, ο Μιλτιάδης κι οι μανάδες μας, που πήγαιναν πάντα στο πανηγύρι αγόραζαν και κάτι για μας τα παιδιά… Έπαιξε το κουδούνι και βγήκαμε έξω για διάλειμμα και πήγαμε στο πανηγύρι για να μας δώσουν καμιά κουφέτα οι μανάδες μας που ήταν στην εκκλησία. Χτύπησε το κουδούνι για να μπούμε μέσα στην τάξη, αλλά έμειναν μερικοί έξω και πήγα να τους φωνάξω, αφού πήρα άδεια από τον δάσκαλο, τον Κώστα Χατζηκακό. Σήκωσα το χέρι μου και του είπα να πάω και μου επέτρεψε. Όταν γύρισα όμως, μαζί με τους άλλους, με έδειρε και το είχα παράπονο, γιατί ο ίδιος μού έδωσε άδεια να πάω να τους φωνάξω. Ο Χατζηκακός, που του έκαμαν και άγαλμα μάλιστα στον κήπο του σχολείου, ήταν πάρα πολύ αυστηρός δάσκαλος. Ήταν ξακουστός για την αυστηρότητά του και υπάρχουν πολλές τέτοιες ιστορίες. Άλλος δάσκαλος που θυμάμαι ήταν ο Ευριπίδης, που ήταν πολύ καλός δάσκαλος.

3. Τι άλλο θυμάσαι από τον Αγώνα της ΕΟΚΑ και από το χωριό μας; Πώς ήταν η Αραδίππου τότε και ποιοι ήταν οι φίλοι σου;

Εκείνη την εποχή ήμουν κτιστούιν, στη Λάρνακα, σε ηλικία δώδεκα-δεκατριών χρόνων. Με δυσκολία είχαμε τελειώσει την έκτη τάξη λόγω του Αγώνα και του κλεισίματος του σχολείου. Θυμάμαι τες φασαρίες που έγιναν στη Λάρνακα με τους Τούρκους στην περίοδο του Αγώνα, γύρω στα 1958, στα Καλυφάτζια, στη διάρκεια των οποίων μαχαιρώθηκε ο πατέρας μου στον ώμο, ευτυχώς ελαφρά.

Χτυπήθηκαν τότε με μαχαίρι σε μια συμπλοκή γύρω στα πέντε άτομα. Στην Αραδίππου που ήταν η μεγαλύτερη κωμόπολη της Λάρνακας ζούσαν περίπου τρεις με τέσσερις χιλιάδες κάτοικοι. Ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι οι πιο πολλοί και η ζωή σίγουρα δεν ήταν πολύ εύκολη, γι’αυτό και πολλοί νέοι μετανάστευαν. Όσον αφορά τους φίλους μου, ήταν ο Ανδρέας ο Λοϊζου, ο Χάρης Οικονόμου, ο γαμπρός μου ο δάσκαλος ο Γιώργος Ξενοφώντος και άλλοι νέοι της ηλικίας μου και συμμαθητές .

4. Μετά το Δημοτικό τι έκανες; Συνέχισες το σχολείο;

Ήμασταν πολύτεκνη οικογένεια και μπαίναμε όλοι μόλις τελειώναμε το δημοτικό, στη βιοπάλη. Εγώ πήγαινα στα κτίσματα μαζί με τον πατέρα μου από τα δώδεκα μου χρόνια. Έπιανα τη σίκλα με τον πηλό για το σουβάτισμα και επειδή ήταν βαρετή και δεν τη σήκωνα, έκλαια, αλλά συνέχιζα. Δούλεψα έναν χρόνο με τον πατέρα μου και δύο χρόνια με τον θείο τον Παντελή και μετά πήγα σε κάποιον Λειβαδιώτη κτίστη και έπαιρνα 4 λίρες την εβδομάδα, σε ηλικία 15 χρόνων, οπότε και μετανάστευσα στην Αγγλία.

5. Μίλησέ μας τώρα για τη μετανάστευσή σου στην Αγγλία και τι δουλειές έκανες; Πώς βρέθηκε στην Αγγλία τελικά όλη η οικογένεια;

Ο αδερφός μου ο μεγάλος, ο Κίκης, ήθελε τη γυναίκα του τη Μάρω και δεν του την έδιναν. Απελπίστηκε τότε και έφυγε για την Αγγλία. Του έστειλε πρόσκληση ο παππούς μας ο Στάθης της Κατερίνας, που βρισκόταν εκεί από καιρό. Η Μάρω τελικά τον ακολούθησε (ήρθε στην Αγγλία μαζί με τον αδερφό μου τον Σαββή) κι ένωσαν στη συνέχεια με τον Κίκη τις τύχες τους κι έφτιαξαν μια όμορφη κι ευτυχισμένη οικογένεια. Ακολούθησε ο Σαββής, που πήγε κι αυτός στο Λονδίνο με πρόσκληση από τον παππού τον Στάθη. Μια μέρα παίρνω ένα γράμμα από τον Σαββή, που μου γράφει: “Αδέρφι να’ρτεις στην Αγγλίαν. Αν δεν έρθεις, θα έρθω εγώ πίσω”. Του απάντησα αμέσως: “θα έρθω! Στείλε μου 32 λίρες για νά ‘ρτω με το Μεσσάπια ή το Ενώτρια”, που ήταν τότε τα πλοία της γραμμής. Σε λίγες μέρες, μου έστειλε τα λεφτά και πήγα κι έκοψα εισιτήριο. Ήμουν τότε 15 χρόνων. Παντελόνι μακρύ δεν είχα, ούτε σάκο. Πήγα στον Ξενή τον χωριανό μας τον πραματευτή κι αγόρασα μια φανέλα V καρέ και πουκάμισο. Μου έραψε ο Ανδρέας Ευθυμίου έναν παντελόνι μακρύ, αγόρασα και ένα ζευγάρι παπούτσια κι ήμουν έτοιμος για την αναχώρηση. Η βαλίτσα μου γεμάτη χαλλούμια, όχι πολύ μεγάλη. Ξεκινήσαμε από Λάρνακα. Πήγαμε, όπως θυμάμαι, στο πλοίο με τη μαούνα γιατί δεν μπορούσε το πλοίο να έρθει πιο κοντά στην αποβάθρα. Κάναμε σταθμό στον Πειραιά, μετά στην Ιταλία και από εκεί με τρένο στο Victoria station, στο Λονδίνo.

΄Ηταν Μάης του 1960. Ήμασταν 16 άτομα από Κύπρο. Οι πιο πολλοί ήταν μεγάλοι, που πήγαιναν μετανάστες για να θρέψουν τις οικογένειές τους. Βαστούσα τη βαλίτσα μου και είχα και πέντε λίρες μες στην πούγκα και έτρεμα μην τες χάσω. Με παρέλαβαν από τον σταθμό του τρένου και πήγαμε σπίτι του παππού. Ύστερα νοικιάσαμε μαζί με τον αδερφό μου τον Σαββή μια σοφίτα σ’ ένα μεγάλο σπίτι στο Λονδίνο και μέναμε μαζί. Πληρώναμε 25 σελίνια την εβδομάδα για μια μικρή κάμαρη. Ο Κίκης με τη Μάρω έμεναν στο ισόγειο του ίδιου σπιτιού. Αμέσως μετά, σε δύο μέρες έπιασα δουλειά σε κλασικό εστιατόριο στο Γουέστ Εντ (West End), πρώτης κλάσης. Όταν άρχισα δουλειά, φορούσα παπιγιόν και στολή: μαύρο παντελόνι και σάκο άσπρο. Κι επειδή δεν είχα σάκο δικό μου, μου δάνειζε ο μάστρος έναν σάκο του γιου του, και τον φορούσα ώσπου να μπορέσω να αγοράσω δικό μου. Εκεί που δούλευα έρχονταν σημαντικές προσωπικότητες για φαγητό. Είχα φωτογραφίες με τον Χάρολτ Ουίλσον πρωθυπουργό, της Μεγάλης Βρετανίας και με άλλους Βρετανούς επισήμους, ηθοποιούς και άλλους γνωστούς και επώνυμους, όπως η Ρίτα Χέιγουρθ, η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα και άλλοι.

Ήμουν μαθητευόμενος στην αρχή (κόμι γουέιτερ), και έπαιρνα τρία πόιντς (πόντους). Τα φιλοδωρήματα που παίρναμε τα μοιράζαμε κατά την αξία του καθενός (με βαση την ιεραρχία). 10 πόντους έπιανε ο επικεφαλής, ο μάγειρας 9, τα γκαρσόνια 8, κι εγώ ως μαθητευόμενος έπιανα τρεις μονάδες, που έβγαινε 20 λίρες την εβδομάδα (κάθε μονάδα ήταν 5 λίρες) . Ήμουν γρήγορος και προσπάθησα να μάθω να γίνω γκαρσόνι. Σε δυο μήνες ήμουν πια γκαρσόνι και έπαιρνα 45 λίρες πια. Μετά εξελίχτηκα, έμαθα το μπαρ, τη μαγειρική και σιγά σιγά έγινα μάγειρας και τοπ σιεφ, οπότε έπιανα 9 μονάδες με μισθό 50 λίρες την εβδομάδα ή και πιο πολλά ανάλογα με τις μονάδες. ΄Ηθελα να προχωρήσω. Πλήρωνα πολύ φόρο από τον μισθό μου, που ήταν 5 λίρες (μιάμιση λίρα ο φόρος), ενώ τα υπόλοιπα ήταν από τα tips (φιλοδωρήματα).

Μαγείρευα για όλο το εστιατόριο. Είχα και έναν πελάτη εκατομμυριούχο Εβραίο, που του μαγείρευα και με αγάπησε από την πρώτη στιγμή και μιλούσαμε. Και με έπαιρνε στους αγώνες, στες ιπποδρομίες ( δύο φορές). Δούλεψα έτσι γύρω στα 12 χρόνια. Δεν είχα νύχτα που να είμαι off (χωρίς δουλειά). Μόνο πρωινό μου έδιναν. Ήταν δύο εργάτες που έπαιρναν άδεια, αλλά εμένα δεν μου έδιναν, οπότε τους είπα ότι «θα φύγω». Πήγα στον κουμπάρο μου τον Κώστα στο Palmers Green και έπιασα δουλειά μαζί του, όπου έμεινα για τρεις μήνες. Κι ύστερα αποφάσισα να πάω Κύπρο για να παντρευτώ, το καλοκαίρι του 1971 και έμεινα έξι εβδομάδες. Όταν ήμασταν στα εστιατόρια με τον Σαββή, στέλναμε στη μάνα μας 10 λίρες ο καθένας κάθε μήνα και πιο πολλά τα Χριστούγεννα και τους βοηθήσαμε να ξοφλήσουν κι ένα χρέος. Φυλάγαμε και λεφτά από 1000 λίρες ο καθένας και αγοράσαμε το σπίτι στο Λονδίνο, για να μένει όλη η υπόλοιπη η οικογένεια που θα έρχονταν επίσης στο Λονδίνο. Δεν είχε τίποτε, ούτε έπιπλα, ούτε τίποτε άλλο. Βάλαμε σιγά σιγά πέντε κρεβάτια και το διορθώσαμε επίσης, ό,τι χρειαζόταν.

6. Πώς γνώρισες τη Θέκλα; Μίλησέ μας για τον αρραβώνα και για τον γάμο σας.

Παντρευόμαστε με τη σειρά τα αδέρφια, όπως ήταν η παράδοση. Αφού παντρεύτηκαν τα προηγούμενα αδέρφια και οι δύο αδερφές, ήταν η σειρά μου. Ήρτα Αραδίππου και πήγαμε περίπατο με τον Γιώργο τον Ξενοφώντος, τον δάσκαλο και γαμπρό μου, σύζυγο της αδερφής μου της Ελένης. Μαζί μας ήταν και ο Χάρης του Ελπιδοφόρου. Ήταν Κυριακή απόγευμα κι ο περίπατος της Αραδίππου τότε ήταν στες δόξες του. Όλοι οι νέοι και οι νέες, κάθε απόγευμα Κυριακής περπατούσαν στον κύριο δρόμο προς τη Λάρνακα που γινόταν πεζόδρομος. Δεν υπήρχαν τότε πολλά αυτοκίνητα. ΄Εκαναν τον περίπατό τους για να δουν τα κοπέλια τις κοπέλες και οι κοπέλες τα κοπέλια κι ύστερα έπιναν το ποτό τους στα κέντρα που υπήρχαν τότε και λειτουργούσαν όπως τα σημερινά “Κκαφέ”. Πριν αρχίσουμε τον περίπατό μας καθίσαμε στο Κέντρο του Αρακλείτη για λίγο. Ύστερα συνεχίσαμε τον περίπατο, οπότε συναντήσαμε τέσσερις κοπέλες, ανάμεσα στες οποίες ήταν και η Θέκλα (μαζί με τη Μυρούλα του Χατζηματθαίου, την Έλλη Ττεραλλή και τη Μάρω του Γιάγκου, που έγιναν στη συνέχεια και οι τρεις δασκάλες).

Το ζεύγος Παύλος και Θέκλα Παφίτη (Κατσώνη) τη μέρα του πολιτικού γάμου.

 

Κάτσαμε ξανά για ποτό στου Αρακλείτη αφού τελειώσαμε τον περίπατο. Ήταν και μια κοπέλα άλλη που μου σύστηναν. Εκείνη τη στιγμή έφευγε η Θέκλα και μου είπε ο Χάρης, “έν καλή κοπέλα η Θέκλα”. Μετά πήγαμε σε έναν γάμο, όπου ήταν και η Θέκλα με τους γονείς της. Την είδα ξανά και μου άρεσε. Ο Γιώρκος ο γαμπρός μου, πρωί πρωί, την άλλη μέρα, με τη μοτόρα του, πήγε στον Κατσιώνη και έκανε τα προξένια, που τα δέχτηκαν με πολλή χαρά, οπότε έγινε ο αρραβώνας, το καλοκαίρι του 1971. Διαβατήριο δεν είχε η Θέκλα και μας το κανόνισε ένας εξάδελφος μας που δούλευε στα διαβατήρια (ο Ανδρέας Λοίζου, ο επιλεγόμενος Κότσιηνος, που δεν είναι πια μαζί μας). Είπε στους υπαλλήλους εκεί στο Τμήμα Διαβατηρίων, όπως αργότερα μάς ομολόγησε: “Κόψετε τον λαιμόν σας τζι ετοιμάστε το”. Και πράγματι το ετοίμασαν. Το πήραμε μονομερίς. Έμεινα έξι εβδομάδες στην Κύπρο, και μέσα σε μια βδομάδα φύγαμε μαζί με την Θέκλα για το Λονδίνο.

Μείναμε στο σπίτι στο Λονδίνο, όπου πια είχε μεταναστεύσει ήδη όλη η οικογένεια Παφίτη εκτός από την Ελένη που παντρεύτηκε Αραδίππου. Δυσκολευτήκαμε λίγο καιρό, πέντε έξι μήνες, ενώ εγώ δούλευα σε εστιατόριο. Μια μέρα, μου τηλεφώνησε ο Κίκης να πάμε στο Γουβελχάμπτον να ενοικιάσουμε ένα καφέ-εστιατόριο από τον μακαρίτη τώρα Επιφάνιο. Ήταν “Κκαφέ”, αλλά και εστιατόριο. Και πήγαμε με την Θέκλα. Μέναμε για ένα διάστημα στην αποθήκη του Κκαφέ, όπου βάλαμε ένα κρεβάτι. Μείναμε για πολύ λίγο καιρό και στη συνέχεια πήγαμε στο Μπέρμιγχαμ και αγοράσαμε το πρώτο μας μαγαζί (φισιάτικο-fish and chips)στην τιμή των 4200 λιρών. Μέναμε στο διαμέρισμα πάνω από το μαγαζί. Μετά πήραμε άλλο μαγαζί από έναν φίλο πάλι στο Μπέριμιγχαμ και έγιναν δύο τα μαγαζιά. Το ένα το δούλευε ο αδερφός μου ο Ντζίμης. Τους το πωλήσαμε τελικά 14500 λίρες. Δουλέψαμε το μαγαζί για λίγα χρόνια, οπότε βρήκαμε μια ευκαιρία στο Γουβερλχάμπτον, φισσιάτικο. Πουλήσαμε τα μαγαζιά σταδιακά στο Μπέρμιγχαμ και δούλευα εγώ στο Γουβελχάμπτον και η Θέκλα στο Μπέρμιγχαμ. Στα τρία χρόνια φύγαμε από το διαμέρισμα και αγοράσαμε το σπίτι μας όπου διαμένουμε εδώ και 44 χρόνια. Ήταν μικρό το μαγαζί στην αρχή στο Γουλβερχάμπτον κι έκανε 800 λίρες τη βδομάδα, μετά που το πήραμε έκανε 1500 και 2500 και πήγαινε πολύ καλά! ΄Ήταν τα φαγητά προσεγμένα, πολύ καλά. Αλλάξαμε τον εξοπλισμό, τη στόφα, τη βιτρίνα, ομόρφυνε το μαγαζί και πήγαινε πολύ καλά η δουλειά και κόντεψε ο τζίρος στις πέντε-έξι χιλιάδες.

Όταν άρχισαν τα κεπαπ, χαλάσαμε έναν τοίχο, αλλάξαμε τη θέση της σκάλας και έγινε μαγαζάρα με τρία κεπάπ. Επέκτεινα τη δουλειά μου και πετούσε το μαγαζί. 700 λίρες μεσημέρι το ρεκόρ μας, μια Παρασκευή. Ανοίγαμε το μαγαζί το πρωί, όπου κάναμε την προετοιμασία γύρω στις 10 και 11.30 π.μ. ανοίγαμε. Και δουλεύαμε ως τα μεσάνυχτα. Πολλές ώρες. Συνολικά, δούλεψα 22 χρόνια στο Γουβελχάμπτον, 10 στο Λονδίνο και άλλα τόσα σε άλλα μαγαζιά. Σταμάτησα να δουλεύω όταν ήμουν 55 χρόνων , οπότε πούλησα το μαγαζί, γιατί πονούσα τα πόδια μου.

Στο θρησκευτικό γάμο παρουσία της οικογένειας.

7. Μίλησέ μας και για την οικογένειά σου, τα παιδιά και τα εγγόνια:

Με τη Θέκλα αποκτήσαμε τρία παιδιά: τη Μαρία, που είναι σήμερα παντρεμένη με τον Θεόδουλο Λουκά, τον Ντζιήμη που νυμφεύθηκε την Κυριακή Τσιόλα (από το Αυγόρου) και την Έλενα, που παντρεύτηκε με τον Ανδρέα Παπαδάμου (Αυγόρου) και μας έδωσαν πέντε εγγόνια: δύο από τη Μαρία (κορίτσια) ένα από τον Ντζήμη (αγόρι) και δύο κορίτσια από την Έλενα.

8. Τι άλλο θυμάσαι από όλο αυτό το οδοιπορικό;

Στο πρώτο εστιατόριο που δούλευα επειδή δεν ήξερα αγγλικά με βοηθούσαν οι άλλοι συνάδελφοι. Μια φορά ήρθε κάποιος Αμερικανός, που μου μιλούσε με τη βαριά αμερικανική προφορά και εγώ δεν πολυκαταλάβαινα. Ζήτησε νερό, αλλά εγώ άκουσα γουάτερ και δεν κατάλαβα, ενώ σε κάποια στιγμή ζήτησε παντζ, που είναι μάρκα πούρου, ενώ σημαίνει και γροθιά. Ζήτησα βοήθεια και μου λέει ο συνάδελφος: θέλει πουνιά, πήαιννε δώσ’ του. Γελάσαμε και τον ανέλαβε ο συνάδελφος να τον εξυπηρετήσει.

Το ζεύγος Νεόφυτος και Μαρίτσα Παφίτη (γονείς του Παύλου) στα δεξιά ο +Κυριάκος, ο Παύλος, η Ελένη, η Αντρούλα, ο Λευτέρης, Δημητράκης, Φώτης, ο Μιχαλάκης και Σάββας (Σαβίκος).

 

Η μάνα μου η μακαρισμένη, η Μαριτσού, που ήρθε στο Λονδίνο το 1968 μαζί με τον πατέρα μας τον Νεόφυτο Παφίτη έχει πολλές ιστορίες. Ήταν τότε 55 χρόνων όταν ήρθε στο Λονδίνο στο σπίτι και είχε ήδη εννιά παιδιά. Το σπίτι ήταν μεγάλο και κανονίστηκαν. Ήταν καλή ράφταινα και δούλευε στο σπίτι, ενώ ήταν ξακουστή και για το χιούμορ της. Είχε πλάκα όταν μας περιέγραφε πώς μιλούσαν οι πιο πολλές Κυπραίες τα ελληνικοποιημένα εγγλέζικα: Έπιασα την πασκέτα (basket) να πάω στη μαρκέττα (market) να κάμω σιόππιγκ (shopping) τζι ύστερα έπιασα το πάσο (bus) τζι ήρτα πίσω.

Πριν να φύγει για την Αγγλία, της είπε η Ξανθού, η γειτόνισσά της να πάνε μαζί να αποχαιρετήσουν τους χωριανούς. Καβαλίκεψε η μάνα μου το γαϊδούρι, όπως μας έλεγε, το τραβούσε η Ξανθού και γύρισαν όλο το χωριό για ν’ αποχαιρετήσει τις φιλενάδες της αλλά και όλους τους συγγενείς και τους συγχωριανούς.

Όρθιος από αριστερά ο Παύλος, δίπλα του ο Κωστάς Κατσώνης (αδελφός της Θέκλας), η Θέκλα και τα παιδιά Έλενα και Δημήτρης.

Πέρασαν μάλιστα και από την πλατεία, από την οποία δεν περνούσαν συνήθως οι γυναίκες, γιατί ντρέπονταν. Στην πλατέα, όπως τη λέγαμε, μαζεύονταν μόνο άντρες, που κάθονταν στα καφενεία της πλατέας, που τα πιο πολλά είχαν τις καρέκλες τους μέσα στην πλατεία κι ακόμα και στην αυλή της εκκλησίας του Αποστόλου Λουκά. Η μάνα μου όμως περνούσε από εκεί όταν έπρεπε να περάσει, μετά που ψώνιζε από το Συνεργατικό που ήταν δίπλα στην πλατεία ή και για άλλους λόγους. Κι οι καφενόβιοι άντρες την σέβονταν και της κερνούσαν και λουκούμια.

Ο Παύλος με τη σύζυγο και τα πέντε του εγγόνια που απέκτησε από τα τρία του παιδιά.

Μια άλλη ιστορία έχει να κάνει με τον Σαββή τον αδερφό μου όταν πήγε να μάθει αυτοκίνητο. Του λέει ο δάσκαλος: Βάζουμε την 1η ταχύτητα για τα πρώτα πέντε μίλια, τη 2η στα 10, την 3η στα 20 και την 4η όταν το αυτοκίνητο αναπτύξει ταχύτητα πάνω από 30. Μπήκε μες στο αυτοκίνητο ο Σαββής, ξεκίνησε, έβαλε την 1η και έμεινε με την ίδια ταχύτητα και βούιζε το αυτοκίνητο. Του λέει τότε ο δάσκαλος, “άλλαξε ταχύτητα”. Κι ο Σαββής του απαντά: “Μα ακόμα μισό μίλι εν εκόψαμεν. Ως τα πέντε που μου είπες”;

Και μια ιστορία από το φισιάτικο. Διαφήμιζα πάντα τα fish and chips, λέγοντας συνεχώς καθώς τα έψηνα, ‘best in Europe’, ενώ έκανα και διάφορα αστεία με τους Άγγλους πελάτες και πελάτισσες, που τους άρεσαν πολύ και έρχονταν στο μαγαζί μας κάθε φορά που ήθελαν fish and chips και άλλα είδη που μαγειρεύαμε. Είχα πολύ καλές, φιλικές σχέσεις με όλους τους πελάτες. Είχα κι έναν πελάτη που ερχόταν πάντα με τον σκύλο του. Και γελάσαμε πολύ μια μέρα με τη Θέκλα, όταν παράγγειλε fish for the dog (ψάρι για τον σκύλο) και cheeps for the boss (πατάτες για το αφεντικό)!

Αυτά κι άλλα πολλά γίνονταν τότε στο φισιάτικο, ενώ κάθε Τετάρτη πηγαίναμε στην Κυπριακή Εστία, στο καφενείο μας, στο Μπίργμιγχαμ-και το συνηθίζουμε και σήμερα, για να συναντήσουμε συγχωριανούς, φίλους, να παίξουμε κανένα τάβλι και να τα πούμε. Απαραίτητος ήταν επίσης κάθε Κυριακή και ο εκκλησιασμός στην εκκλησία του Αποστόλου Λουκά, που είναι δίπλα από την Κυπριακή Εστία, που είναι ως σήμερα μια ευκαιρία συνάντησης για όλους τους Αραδιππιώτες ξενιτεμένους να βρεθούν, να πιουν ένα τσάι ή καφέ μετά την εκκλησία και να τα πούνε.

Ο Παύλος μαζί με τα παιδιά κι εγγόνια.

Έτσι, χωρίς να το καταλάβω, έχουν περάσει ίσαμε σήμερα 63 ολόκληρα χρόνια από τότε που μετανάστευσα στην Αγγλία, κι η Θέκλα 52…και σίγουρα, αν και ποτέ δεν ξεχνούμε την αγαπημένη μας γενέτειρα Αραδίππου την οποία συχνά επισκεπτόμαστε, η Αγγλία είναι πια για μας και τα παιδιά και τα εγγόνια μας η δεύτερή μας πατρίδα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Accept Read More