Το έπος του 40’ μέσα από στίχους ποιητών μας

Πολλοί λένε ότι μαζί με τον Έλληνα γεννήθηκε και η ποίηση. Γιατί ο Έλληνας τη χαρά αλλά και τον πόνο του την κάνει γιορτή.

Έτσι λοιπόν και το έπος του ‘40 αποδόθηκε, μέσα από την πένα λογοτεχνών και ποιητών.
Γραφόμενα τους, διαλαλούν τις αρετές της φυλής, της συνειδητής εθνικής προσφοράς και θυσίας.
Στίχοι τους, μιλάνε για “παράξενους” ανθρώπους με καρδιά λιονταριού που κοροϊδεψαν το θάνατο, με μόνο όπλο ένα τουφέκι και στο ζωνάρι ένα στιλέτο.

Γιατί η Ελληνική ψυχή έχει μεγαλύτερη ανάγκη το ιδανικό. Με το πραγματικό ζει, με το ιδανικό υπάρχει.

Για τον Κύπριο και τον Έλληνα το ιδανικό είναι η “Ελευθερία”.

Σταχυολογούμε, εδώ, μερικούς στίχους Αραδιππιωτών ποιητών/τριών μας που ύμνησαν το Έπος του ’40.

Ο θάνατος του φαντάρου
Κρύο βαρύ, ασήκωτο,
πυκνό πέφτει το χιόνι
και του φαντάρου αλίμονο,
το αίμα του παγώνει.

Πληγές παντού στο σώμα του,
παλεύει να μην πέσει,
μα είν’ οι πόνοι αβάσταχτοι,
άλλο δεν θα μπορέσει.

Και να, τα πόδια του λυγούν,
σωριάζεται στο χιόνι,
μα του εχθρού αλύπητα
βροντάει το κανόνι.

Φλόγες γεμίζει ο ουρανός,
μαυρίλα παντού πλακώνει,
στο στήθος τον φαντάρο μας
βόλι βαρύ καρφώνει.

Ένα γλυκό χαμόγελο,
στο πρόσωπό του ανθίζει,
“Χαλάλι σου Πατρίδα μου”,
με κόπο ψιθυρίζει.

Και σβήνει το χαμόγελο,
τα μάτια τώρα κλείνει,
την τελευταία του πνοή
στο μέτωπο αφήνει.

Θεογνωσία Χαριλάου
Ποιήτρια,
Αραδίππου

 

Το έπος του ‘40
Σκέφτουμαι τι να θυμηθώ τζιαι ποιον να επευφημήσω,
κανένας δεν υστέρησε, ποιον εννά φήκω πίσω.

Ας πιάσουμε από ψηλά, απ’ την Μακεδονία,
που πολεμούσαν τους Ιταλούς με πείσμα τζιαι μανία.

Μέσα στα χιόνια πολεμούσανε και φώναζαν αέρα
και τα χωριά ελευθέρωναν μέρα με την ημέρα.

Οι Έλληνες θριάμβεψαν με την παλικαριά τους,
στον πόλεμο ορκίσανε ακόμα τα παιδιά τους.

Τα πυρομαχικά κουβάλαγαν γυναίκες και παιδιά τους,
γιατί είχαν Ελληνική ψυχή το έλεγε η καρδιά τους.

Ο Ντούτσε ζήτησε βοήθεια από τη Γερμανία,
τζι οι Γερμανοί εισέβαλαν με άγρια μανία.

Τότε είναι που φάνηκε το τι θα πει Ελλάδα,
αμέσως το Έθνος στάθηκε τζιαι έκαμε μίαν αράδα.
Παιδιά, γυναίκες, γέροντες, όλοι τους πολεμούσαν,
καθένας που το πόστο του ότ’ είχαν το διούσαν.
Τέσσερα χρόνια κράτησε εις την σκλαβιά του Χίτλερ,
την κεφαλήν δεν έσκυψε ούτε σ’ αυτόν τον Φύρερ.

Παρ’ όλον που βασάνιζαν όλους όσους κρατούσαν,
τον πόλεμο ουδέποτε τούτοι εσταματούσαν.

Γιατί όλοι μαζί επίστευαν πως θα’ ρθει η ευκαιρία,
τους Γερμανούς να διώξουσιν για να έρθει η Ελευθερία.

Ο Έλληνας δεν δέχεται ζυγό πάνω στο σβέρκο
τζιαι προτιμά τον θάνατο τζιαι δίπλα να’ σιει πεύκο.

Την λευτεριά τη γιόρτασαν με κωδονοκρουσίες

Τζι ο κόσμος πιον εγέμωσεν όλες τες εκκλησίες.

Η ΕΛΛΑΔΑ είν’ αθάνατη αιώνια να ζήσει.
Η Ελλαδα θα χαθεί όντας ο ήλιος σβήσει.

Ανδρέας Ευαγγελίδης
Λαϊκός ποιητής,
Αραδίππου

 

28η Οκτωβρίου 1940
Στες 28 τ΄Οκτώβρη που λαλαείτε του 40,
ό,τι είχαν τζιαι δεν είχαν το αφήκασιν στην πάντα.

Για τους Έλληνες που λέτε σαν να τζι’ είχασιν σεισμόν,
στα βουνά επολεμήσαν τον Χιτλεροφασισμό.

Έβραζεν όπως τη λάβαν η Ελλάδα σαν καμίνι
τζι εφωνάξασιν το”ΟΧΙ” πρώτα εις τον Μουσολίνι.

Ετραντάζασιν οι τόποι τζιαι ακούστηκεν ως πέρα,
των Ελλήνων που με σθένος εφωνάζασιν ΑΕΡΑ.

Μες ατα σιόνια επολεμούσαν με χαμόγελο στα σιείλη,
μια χούφτα κόσμος έκαμεν την Ιταλία ρεζίλι.

Τζιαι εδώκαν τους τζι εστήσαν, επάθασιν μιάλην τρομάρα,
οι φαντάροι μας εφτάσαν τότες μέχρι τη Χιμάρα.

Τζι έμεινεν στην ιστορία η Ελλάδα μας για πάντα,
χρυσές σελίδες έγραψεν το έπος του ’40.

Μάρκος Κατσιατής
Λαϊκός ποιητής,
Αραδίππου

 

Κρήτη
Κρήτη νησί ηρωϊσμού τζιαι της Ελλάδας κόρη,
όποτε εγρειάστηκεν πρώτη έβαλεν πλώρη.

Στον κόσμον είσαι ξακουστή για την παλληκαριά σου,
πρόθυμα εθυσίαζες, Κρήτη μου τα παιδκιά σου.

Για την λεφτερκάν με θάρρος πάντα σου “παρών”, ελάλες,
έδωσες μάχες πόλικες, δύσκολες τζιαι μεγάλες.

Τότες το σαρανταένα στου πολέμου την φωδκιάν,
είκοσι Μαϊου ήταν
που στην μάχην εριχτήκαν
τα δικά σου σου τα παιδκιά.

Μάθημα μεγάλον δώσαν όμως στους γερμαναράες,
εν ήταν πολλοί, μα ξέραν,
να φωνάζουσιν αέρα
οι κρητικοί παλληκαράες.

Τζιαι οι γερμανοί με δέος τι θωρούσιν δεν πιστέβκουν,
πως μια χούφτα πατριώτες,
ήταν στες γραμμές τες πρώτες
τζι΄άγρια τους επαιδέβκαν.

Γειά σου Κρήτη, ηρωωμάνα τζιαι περήφανο νησί,
εχης το τζιαι σου μαράζι,
η αρφή σου αναστενάζει
γιατί έμεινε μισή.

Μα εννάρτη τζιείνη ώρα πάλαι θα λευτερωθεί,
που τον βάρβαρόν εχθρόν της σύντομα να λυτρωθεί.

Δημήτρης Τζιαμπάζης
Λαϊκός ποιητής,
Αραδίππου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Accept Read More