1974

1974 “Μέρες οργής”: Οκτώ συνδημότες μας ποιητές γράφουν…

“Ο Μανώλης Αναγνωστάκης έγραφε το 1941, όταν ο ποιητής ήταν μόλις 16 χρονών:

Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος! Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.

Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!”

Γράφει η Ρέα Κουμπαρή λειτουργός Δημοτικής βιβλιοθήκης

Αναρίθμητα βιβλία έχουν γραφτεί από την αρχή του κόσμου για την βαναυσότητα και την ασχήμια του πολέμου. Σπουδαίοι ποιητές αποκηρύττουν την ιδέα του. Με τη γλαφυρότητα της ποιητικής τους πένας πάντα θα μιλάνε για την σκληρότητα και τη βαρβαρότητα  του στις καρδιές των ανθρώπων που λαχταρούν την ειρήνη.

Αναζητήσαμε ποιήματα από οκτώ Αραδιπιώτες ποιητές και ποιήτριες που έχουν αποτυπώσει ανεξίτηλα στο έργο τους, και στην ψυχή μας, τις ταραχώδες εκείνες μέρες της τουρκικής εισβολής της 20ης Ιουλίου 1974 στο νησί μας.

ΚΥΠΡΟΣ 1974

(Ευθύμιος Σ. Ευθυμίου-Β’ Βραβείο Παγκύπριου Διαγωνισμού Λαϊκής Ποίησης)

 

Με στης καρκιάς τα τρίσβαθα, στοίβη καμοί τζιαι λύπες,

μα ξέκοψεν σε μια γωνιά, ένα μιτσήν λασάνι,

π’ ανθίζουν κόμα λλιαστά, τραντάφυλλα, τουλίπες

τζιαι με στου Μα, τες μυρωδκιές, πλέκω για σας, στεφάνι.

Για σας που βάλετε βραχτήν, τα στήθη στον Αττίλα

τζιαι δεν ελοαρκάσετε με συγγενείς, με νιάτα,

αιώνια στον τάφο σας, ν’ αφταίνει η καντήλα,

σε σας που μας ανοίξετε, της αρετής την στράτα.

Για σας που μπειν το γαίμα σας, προζύμην με στο χώμα

τζιαι νόστεψε τζι’ανθίσασιν, κάμποι, βουνά τζιαι δάση,

τζιαι φτάσασιν οι μυρωδκιές, πα στ’ ουρανού το δώμαν,

χαλάλι στον παράδεισον, που πιάσετε μοιράσιν.

Εσείς το φως της ημερούς τζιαι της νυχτούς τ’ αστέρι

τζι’ αν έτυχεν να ππέσετε που του εχθρού το βόλιν,

την άνοιξην εφέρετε τζιαι του νοδκιά τ’ αέρι,

που γίνηκεν το γαίμα σας, χαρά τζιαι δροσοβόλιν.

 

Ποιος είναι ο εχθρός;

(Ρέα Κουμπαρή-Εκδόσεις Αναστάση Αριστοτέλους)

Ζήτω!

Φωνάζαμε όλοι..

Γκρεμίσαμε τα τοίχοι.

Αλλά πέρα απ’ τους έρημους δρόμους,

πίσω από τους γκρεμισμένους τοίχους,

δεν βλέπαμε το θέατρο σκιών και παραλόγου.

Τα αόρατα χέρια πίσω από το λευκό σεντόνι.

τα υποκινούμενα λόγια, σε πλαστικές φθαρμένες μαριονέτες.

 

Υποκρισία!

Αδέλφια…!

Λέγαμε ο ένας στον άλλο.

Δίπλα μας στρατιώτες,

αμέτοχοι θεατές, μας προτάσσανε τα ξίφη.

Σφαλνούσαμε τα μάτια, να μην βλέπουμε την αλήθεια.

Δεν υπάρχουν λέγαμε…

 

Λησμονιά!

Κλείναμε τα αυτιά.

Βοά το αίμα των αδελφών μας από το έρεβος του κάτω κόσμου.

Στερημένοι από τη δροσιά του ουρανού εκλιπαρούν,

για μιας δράκας νερό, της διψασμένης γης τον ίσκιο…

Για λίγη ελπίδα.

Από εμάς τους υπνοβάτες της λήθης..

 

Έφυγε η μέρα.

Ξημέρωσε η καινούργια.

Οι άλλοτε γεμάτοι δρόμοι άδειασαν.

Κόπασαν τα ζήτω και οι φωνές…

Το παρελθόν θα είναι πάντα εδώ.

Πίσω από τον εχθρό.

 

Γαλαζοπράσινο νησί

(Θεογνωσία Χαριλάου-ποιητική συλλογή “Κατάθεση ψυσιής”)

Τζιύπρος, τζιυρά μου πέρκαλλη, της Αφροδίτης μάνα,

θαλασσοφίλητη μου γη, τζιυρά λεβεντομάνα,

κάθουμαι, συλλοϊζουμαι τζιαι λούννουμαι το κλάμαν,

σγοιάν ι-σκεφτώ τουν’ το κακόν Τζιύπρος μου που σου κάμαν.

Ήσουν μεσοκαλότζαιρον, μήνα Δευτερογιούνης,

μ’ εγιώ το εφαντάζουμουν με τζιείνος μητ’ εσούνι,

τέθκοιαν γερήν κατραπατζιάν πως ήτουν να σου δώσουν

τζιαι τ’ άγια σου χώματα έμελλε να σκλαβώσουν.

Τες σιίλιες σου τες ομορκιές, την καλοπέραση σου,

ζήλεψαν οι αλλόθρησκοι τζ΄ εβάλαν τα μαζί σου.

Ευτύς κουβαληθήκασιν οι οχτροί σου μιλιούνια,

τζι’ εκλάψαν μάνες, κορασιές τζιαι τα μωρά στην κούνια.

Σκοτεινιάστηκαν τα βουνά τζι’ η θάλασσ’ αγριεύκει,

τη στράτα για το μέτωπον ο νέος πιάννει, φεύκει.

Ποσιαιρετά τη μάνα του, ποσιαιρετά τον τζιύρη,

ίσια τραβά στον πόλεμον, στην κάψαν, στο λιοπύριν.

Μα’ τουν αγώνας άνισος, αγώνας προδομένος,

τζ’ έτσι νησί μου ο τόπος σου ευρέθη μοιρασμένος.

Με λύσσα μπήξαν στο κορμί την μασιαιρκάν οι οχτροί σου,

τζιαι εμοιράσαν εις τα δκυό το άμοιρον κορμί σου.

Που τότες επεράσασιν μαύρα είκοσι γρόνια,

του ήλιου το φως κόμη εν θαμπόν, πικρολαλούν τ’ αηδόνια,

οι κάμποι κόμη εν σιαίρουνται, μήτε λάμπουν τ’ αλώνια,

τα φύλλα εν’ τζιτρινιάρικα που κρέμμουνται στα κλώνια.

Μα όπως κλουθά η ξαστερκά πάντα με την μπόρα,

έτσι εννά’ ρτει κάποτε η ευλοημένη ώρα,

πον’ να χαθούν τα σύννεφα, η καταχνιά τζι η ππούση

τζιαι τα παιδκιά σου αλλαξανά με λευτεριά θα ζιούσιν.

 

Μια μέρα του ‘74

(Αντρέας Ευαγγελίδης-αδημοσίευτο ποίημα)

-Άννοιξε τζιείν’ τα μμάθκια σου

που να σιεις την ευτζιήν μου,

δώσμου τζι΄ένα χαμόγελο

να πνάσει η ψυσιή μου.

 

-Μάνα σφύξε τον πόνο σου

βάρμου τζιαι την ευτζιήν σου

τζιαι παρακάλα τον Θεό

με ούλην την ψυσιή σου

να σταματήσει το κακό

ο κόσμος να γλιτώσει

τζιαι που τους Τούρκους μάνα μου

τούτος για να μας σώσει.

 

-Παρακαλώ τον Πλάστη μου

τζιαι νύχτα τζ’ ούλη μέρα

ας όψουνται οι αίτιοι

τούτοι που τους εφέραν.

 

-Μάνα μεν καταράζεσαι

τζιαι είναι αμαρτία

εν οι μεγάλοι μάνα

μου τζιαι ήβρασιν αιτία.

 

-Μάνα θωρώ έναν άγγελο

τούτον τον κόσμο χάννω

νομίζω ήρτεν η ώρα μου

μάνα μου να πεθάνω.

 

Την τζιεφαλήν του έγυρε

τζιαι η ψυσιή του βγήκεν

τζι’ η μάνα το κατάλαβε

ήντα κακόν την βρήκε.

 

Εμαύρισε ο ουρανός

τζιαι αέρας εφυσούσε

αγκάλιασε τον γιόκκα της

τζιαι τον νεκροφιλούσε.

 

Αρκέψασιν οι πουμπουρκές

τζιαι κεραυνοί εππέφταν

τζι’ οι χωρκανοί βουρούσασιν

που το χωρκόν εφεύκαν.

 

Γυρίζει προν τον ουρανό

τζι’ έκαμε τον σταυρό της

τζιαι είδεν πως εφύασιν

ούλλοι που το χωρκό της.

 

-Θεέ μου αμαρτήσαμεν

συγχώρεση ζητούμεν

σώσε μας όμως, έλεος

να μεν ησκλαβωθούμε

κάλιον για να πεθάνουμε

παρά να ατιμαστούμε.

 

Αγκάλλιασε τον γιόκκα της

τζι’ έφκηκεν η ψυσιή της

τζι’ έτσι εισακούστηκε

της μάνας η ευτζιή της.

 

Έτσι εζιούσαμεν παλιά

(Μανώλης Βασιλείου-ποιητική συλλογή “Τζύπρος μου με τα κάλλη σου”)

-Είσαι έσσω κόρη Εμινέ, έλα να μας τανύσεις

να κόψουμε τον τραχανά

τζιαι ο Γιουσούφης αν πεινά

φέρτον να τον ταϊσεις.

 

-Να πάω να άψω την νισκιά

λία κουτσιά να ψήσω

να σάσω τζιαι τις τσούρες μου

να’ ρτω να τανύσω.

 

-Εννά’ ρτει τζιαι η Αντζελού μαζί με την Σιερίχα

γλήωρα να τελειώνουμεν

τζιαι ύστερα να μπουκώσουμεν

χαλούμι τζιαι παττίχα.

 

-Θέλω τζιαι γιω την Αντζελού

μέτρα για να μου πιάσει.

Έχω θκιο παλλιοφούστανα

πέρκιμον μου τα σάσει.

 

Έτσι εζιούσαμεν παλιά

για γρόνια στα χωρκά μας

μ’ αγάπην επερνούσαμεν

ούλοι με τα παιδκιά μας.

 

Χριστούγεννα είτε Λαμπρήν

είσιεν να αγκαλιαστούμεν

όπως τα αέρκια με φιλιά

χρόνια πολλά να πούμεν.

 

Στους γάμους στα χαρτώματα

να βκουν να τραουήσουν

ν’ ανοίξουσιν τζιαι τα πουντζιά

την νύφην να πλουμίσουν.

 

Αν ήταν να φουρνίσουσιν

κουλλούρκα να ζυμώσουν

με τες φωνές τους τες αυλές

είσιεν να τες γεμώσουν.

 

Στο παναϊρι τα Αϊ Λιά

τότε μες το χωρκό μας

τραπέζια εκουρτίζαμεν

σε ξένο τζιαι δικό μας.

 

Τούτα εν παζουλέψασιν

οι ξένοι τζ’ οι οχτροί μας

τζιαι σπείραν την διχόνοια

μέσα εις το νησί μας.

 

Τζιαι εβάλαν ττέλια τζιαι βραμούς

πως εννά μας μοιράσουν

μα άδικα τον κόπο τους σίουρα

εννά χάσουν.

 

Ο τόπος εν’ πολλά μιτσής

να ζήσει μοιρασμένος

τζιαι ούτε το θέλει ο λαός

να μείνει χωρισμένος.

 

Ας μας αφήσουν ήσυχους

εννά’ ρτει τζι η Ειρήνη

τζι Τζύπρος μας παράδεισος

για ούλους εννά γίνει.

 

Πόλεμος

(Αναστασία Χατζηλοή Κατσώνη-ποιητικη συλλογή, “Λάπηθός μου”)

Μια οργή που ξεσπά,  ίσως χωρίς τέλος…

Είναι η  οργή που σκορπά την κόλαση, τη φρίκη,

το χάος, τη σκοτεινιά.

Ξαφνικά η ζωή μας φουρτουνιάζει

κι εμείς σερνόμαστε στη φουρτούνα της.

Τα όνειρά μας γίνονται χαλάσματα

λες και τα φτιάξαμε από άμμο.

Πόλεμος, ξαφνικά η ζωή ένα τίποτα,

υποταγμένη στη λύσσα

και στην καταστροφική του μανία.

Τα όπλα διαλύουν τα πάντα

και οι ζωές χάνονται.

Άταφα μένουν τα κορμιά,

αλλά οι ψυχές φτερουγίζουν ελεύθερες,

χωρίς πόνο, χωρίς κλάμα και δάκρυ.

Ένας τρόμος, ένα φόβος ατέλειωτος

είν’ ο πόλεμος,

μια κατάρα μεγάλη,

μια αμαρτία χωρίς μετάνοια,

μια πικρή ξενιτιά, χωρίς γυρισμό.

 

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (σαν παραμύθι)

Κώστα Κατσώνη-ποιητική συλλογή “Μιλήματα κι αντιμιλήματα”)

 

Όταν την πήρανε, δεν το ‘ξερε

πως έτσι χάνονται οι πατρίδες.

Θα καρτερούσει, λέει,

δυο, τρεις, πέντε, δέκα μέρες

κι ύστερα πάλι θα γυρνούσε.

Γι’αυτό δεν πήρε τίποτε μαζί της

έξω απ’ τον φόβο και την απόγνωση

των απρόσμενων συμβάντων.

Πέρασαν χρόνια τώρα

όσα και τα δακτύλια του χεριού της

κι ονείρατα παράξενα

σπαθίζουνε τις νύκτες το κορμί της.

Ανοίγει τη μέρα το παράθυρο

κι η νοσταλγία του  ήλιου τη μελαγχολεί.

Την κοιτάνε τ’ αγόρια

κι αυγαταίνει ο πόθος μέσα της.

Μα η πατρίδα; συλλογιέται.

Πάει, λένε, καλά

και τα διαμερίσματα

δεν νοικιάζονται,

λίρες πολλές και βάλε.

Ανάκαμψη όλοι τη λένε

την κατάντια της .

Στα ύψη ανέβηκε η βενζίνη

και τ’αυτοκίνητα στους δρόμους

σαν λιμπούρια

και να’ν τα πιο πολλά καινούρια.

Κι η πατρίδα;

Κομμένη οριστικά λοιπόν στα δύο;

Μέρα τη μέρα το σαράκι

τρώει τα σωθικά της.

Ώσπου τη γράψανε μια μέρα

και στον τύπο:

Πως διάβη, είπαν, νέα κοπέλα

-Ελευθερία τ’ όνομα-

τη γραμμή του Αττίλα

κι «αγνοείται η τύχη της».

Και σαν περάσαν μέρες τρεις,

οι Οηέδες, λέει, τ’αναφέρανε

προς την κυβέρνησή μας,

πως γράφοντας στου Σαραγιού τον τοίχο

«θάνατος στους εισβολείς»,

«κατάρα στους προδότες»,

την  πυροβόλησ’ ένα μεχμετζίκ

-«γενναίο παλικάρι»-

Κι η Ελευθερία ξεψύχησε

χωρίς να πάρουμε χαμπάρι…

 

Σκορπισθήτωσαν

(Παύλος Νικολάου-αδημοσίευτο ποίημα)

 

Κύριε,

την οργή Σου δείξε, ρίξε

ακαριαίο κεραυνό, κάψε

τα γελοία σκοτοφωτορυθμικά•

στην καρδιά του όρους νοσηρή αρρυθμία

του όρους του χιλιοτραγουδημένου

οπού σφραγίστη με σφραγίδα ανέβγαλτη

από του Θρύλου Διγενή τη χέρα.

Απόδιωξε

τα τέκνα τα θρασομανή της Άγαρ

που μαγαρίζουν χρόνους τώρα

Αγίων γη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Accept Read More