Το καφενείο που κράτησε ζωντανή την καρδιά του χωριού για 60 χρόνια αποχαιρετά με τις πόρτες του κλειστές, αλλά τις μνήμες ανοιχτές.
Γράφει η Πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτισμού, Μαρία Πάτσαλου
Στην καρδιά κάθε χωριού υπάρχει πάντα ένα σημείο που ενώνει τους ανθρώπους. Στην πλατεία, εκεί όπου χτυπά ο παλμός της κοινότητας, το καφενείο δεν είναι απλώς ένας χώρος.
Είναι οι κουβέντες, τα γέλια, οι καημοί και οι ιστορίες που γράφτηκαν μέσα του. Σήμερα, μετά από εξήντα σχεδόν χρόνια, το καφενείο «Ελ Πάσο» –που έζησε γενιές και γενιές– κλείνει τις πόρτες του. Μαζί του, όμως, δεν σβήνουν οι αναμνήσεις· αντίθετα, μένουν χαραγμένες βαθιά στην ψυχή του χωριού. Έχουμε κοντά μας τον άνθρωπο που το κράτησε ζωντανό όλα αυτά τα χρόνια, τον κ. Ανδρέα Δημητρίου –γνωστό σε όλους ως «Τσιανάκκα»– για να μας ταξιδέψει με τις μνήμες του, να μας μιλήσει για τις όμορφες και δύσκολες στιγμές και να αφήσει το δικό του αποχαιρετιστήριο μήνυμα.
Το ξεκίνημα
Ερώτηση: Κύριε Ανδρέα, πώς ξεκίνησε η ιστορία του καφενείου; Θυμάστε την πρώτη μέρα που άνοιξε τις πόρτες του;
Απάντηση: Η απόφαση να ανοίξουμε το καφενείο ήταν κοινή, δική μου και της συζύγου μου, της Άννας ή Ανίκκας όπως την ξέρει ο κόσμος. Οι καιροί τότε ήταν δύσκολοι κι έπρεπε να βρούμε τρόπο να στηρίξουμε την οικογένειά μας, που μεγάλωνε σιγά-σιγά. Έτσι, μετατρέψαμε τον μπροστινό χώρο του σπιτιού και τον προαύλιο χώρο σε ένα παραδοσιακό καφενείο∙ ένα στέκι που από την πρώτη μέρα γέμισε με φωνές, χαμόγελα και τη μεθυστική μυρωδιά του φρεσκοκομμένου, παραδοσιακού, κυπριακού καφέ.
Ήταν Μάιος του 1968. Μια Κυριακή πρωί, λίγο μετά τη λειτουργία, ανοίξαμε για πρώτη φορά. Είχα σηκωθεί χαράματα για κυνήγι με την παρέα μου. Λίγο πριν τις εννιά επέστρεψα στο σπίτι, και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά από προσμονή. Η πλατεία είχε αρχίσει να ζωντανεύει κι όταν ο κόσμος βγήκε από την εκκλησία, οι πρώτοι πελάτες πέρασαν το κατώφλι μας για τον καφέ, το τσάι και τη σουμάδα.
Κι έτσι το «Ελ Πάσο» πήρε ζωή. Από εκείνη τη μέρα έγινε σημείο συνάντησης, κουβέντας και μνήμης για ολόκληρο το χωριό.
Ερώτηση: Αλήθεια, ποιος αποφάσισε το όνομα του καφενείου;
Απάντηση: Το όνομα το πρότεινε ο αγαπημένος μου φίλος και γείτονας, ο δάσκαλος «Κωσταρής του Πύρκου». Εκείνη την περίοδο παρακολουθούσε με μανία έργα γουέστερν στην τηλεόραση. Το «Ελ Πάσο» ήταν δική του ιδέα, την οποία αποδεχτήκαμε. Ο ίδιος κατασκεύασε και τη διαφημιστική πινακίδα με το όνομα, η οποία επί χρόνια κρεμόταν στην είσοδο.
Ερώτηση: Πώς ήταν τότε η πλατεία και το χωριό; Τι έχει αλλάξει από τότε;
Απάντηση: Η πλατεία, όπως και όλο το χωριό, δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό. Όλα ήταν πολύ απλά. Εδώ ξεκινούσαν και σταματούσαν τα λεωφορεία για τα σχολεία και τη Λάρνακα. Η πλατεία ήταν πάντα γεμάτη ζωή. Το βράδυ, όταν άδειαζε, μαζεύονταν παρέες νεαρών, έλεγαν «τσιαττιστά», έτρωγαν, έπιναν και διασκέδαζαν.
Η ζωή μέσα στο καφενείο
Ερώτηση: Αν κλείσετε τα μάτια, ποια εικόνα σάς έρχεται πρώτη στο μυαλό;
Απάντηση: Γέλια, φωνές και, φυσικά, οι καφέδες, οι λεμονάδες και οι σουμάδες να πηγαινοέρχονται.
Ερώτηση: Μπορείτε να θυμηθείτε κάποια από τις πιο ξεχωριστές ή αστείες στιγμές που ζήσατε εδώ;
Απάντηση: Μα πώς να ξεχωρίσω; Όλες ήταν μοναδικές, αξέχαστες. Δόξα τω Θεώ, οι περισσότερες χαρούμενες: κάθε βράδυ φαγοπότι, γέλια, συναντήσεις. Οι φωτογραφίες που κοσμούν το καφενείο, με φίλους που κατέληγαν εδώ μετά από μια κουραστική μέρα, μαρτυρούν τις ένδοξες εποχές.
Όλοι οι πελάτες ήταν καλοί μας φίλοι: ο Φρίξος, ο κουμπάρος μου ο Λουκής της Δανάης, ο Δημήτρης Ματτάς, ο Αβραάμης, ο Χαμπής Κουτσιανής, ο Χαμπής Σκλάβος και πολλοί άλλοι. Πολύ καλές ήταν και οι σχέσεις μας με τους ιερείς. Ιδιαίτερα με τον παπά-Νίκο συζητούσαμε συχνά για θρησκευτικά και άλλα θέματα. Η φωνή του ήταν εξαιρετική και άφησε εποχή. Τακτικοί θαμώνες ήταν και οι κοινοτάρχες και, αργότερα, οι δήμαρχοι. Όλοι καλοδεχούμενοι.
Ερώτηση: Τι ρόλο έπαιξε το καφενείο στη ζωή του χωριού;
Απάντηση: Σίγουρα έδινε, μαζί με τα υπόλοιπα καφενεία γύρω από την πλατεία, ζωή στο χωριό. Ερχόντουσαν ακόμη και τραγουδιστές τα βράδια. Θυμάμαι τον Χριστάκη, ο οποίος εργαζόταν στο Κτηματολόγιο και είχε σπουδαία φωνή, να μας επισκέπτεται και να τραγουδά – φυσικά χωρίς πληρωμή. Υπήρχαν βέβαια και δύσκολες στιγμές, αλλά αυτές έχουν σχεδόν ξεθωριάσει.
Οι άνθρωποι και οι μνήμες
Ερώτηση: Πώς ήταν να βλέπετε γενιές να μεγαλώνουν και να περνούν από τα τραπέζια σας;
Απάντηση: Ήταν χαρά μας να βλέπουμε τους νέους να συχνάζουν εδώ. Όχι μόνο στο δικό μας καφενείο, αλλά και στην Ομόνοια, τον Ερμή, τον Θρησκευτικό, στην ΠΕΚ και την ΑΟΝ. Θυμάμαι και μια μικρή ταβέρνα εδώ κοντά που μάζευε πολύ κόσμο. Οι χαρές τους ήταν και δικές μας. Δεν υπήρχαν τότε πολλές επιλογές∙ για να ψυχαγωγηθείς, έπρεπε να έρθεις στην πλατεία.
Ερώτηση: Υπάρχει κάποιο πρόσωπο ή μια κουβέντα που σας συγκίνησε ιδιαίτερα;
Απάντηση: Αξέχαστη θα μου μείνει η επίσκεψη του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, Γλαύκου Κληρίδη. Ενός καλού και τίμιου ανθρώπου. Μια γνωριμία του γιου μου Φουλή κατέληξε σε πρόσκληση. Η γυναίκα μου ετοίμασε παραδοσιακά φαγητά, γλυκά και μεζέδες. Τα τραπέζια στρώθηκαν και ο πρόεδρος κατέφθασε με την ασφάλειά του. Τι να πρωτοθυμηθώ; Γέλια, ανέκδοτα, «τσιαττίσματα» και φυσικά τη ζιβανία που τόσο του άρεσε. Μοναδική του απαίτηση ήταν να μη γίνει καμία πολιτική συζήτηση. Έτσι κι έγινε: Οι ιστορίες διαδέχονταν η μια την άλλη ως αργά τα μεσάνυχτα. Αξέχαστη βραδιά για εμάς και τους χωριανούς μας.
Σημαντικές ήταν και οι στιγμές με τους απόδημους μας , οι οποίοι λαχταρούσαν να γυρίσουν στον τόπο τους. Πάντα οι πόρτες του καφενείου ήταν ανοιχτές για φιλοξενία.
Δεν θα ξεχάσω, επίσης, τις δύσκολες μέρες του 1974.
Η Αραδίππου φιλοξένησε πολλούς πρόσφυγες, κυρίως από την Αθηένου. Προσπαθήσαμε να τους προσφέρουμε ότι μπορούσαμε μέχρι ο πόλεμος να τελειώσει. Μαζί τους αναπτύξαμε φιλίες, αφού ο πόνος για τον τόπο μας ήταν κοινός.
Το σήμερα και το αύριο
Ερώτηση: Τι θα σας λείψει περισσότερο τώρα που το καφενείο κλείνει;
Απάντηση: Η παρέα, ευτυχώς, δεν μου λείπει, γιατί οι φίλοι ακόμη μαζευόμαστε και λέμε τα δικά μας όπως παλιά. Είναι όμως η ώρα να ξεκουραστούμε εγώ και η γυναίκα μου και να χαρούμε το σπίτι μας. Αγωνιστήκαμε πολύ στη ζωή μας. Η γυναίκα μου, το γένος Τζιαμπάζη-Κουτούλλα, κι εγώ, ορφανός γιος του Δημήτρη και της Θεοδώρας Χαραλάμπους, μπήκαμε από νωρίς στα δύσκολα.
Το καφενείο έσωσε και εμάς και τα παιδιά μας. Βγάλαμε παιδιά καλά, μορφωμένα, με αρχές – κι αυτό είναι η μεγαλύτερη μας ικανοποίηση.
Τώρα χαιρόμαστε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Το ΕΛ ΠΑΣΟ έκλεισε τον κύκλο της ζωής του.
Ένα καφενείο δεν είναι μόνο τραπέζια, καρέκλες και καφές. Είναι οι άνθρωποι που μπήκαν μέσα, οι κουβέντες που ειπώθηκαν, οι φιλίες που γεννήθηκαν. Μετά από εξήντα χρόνια οι πόρτες κλείνουν, αλλά η μνήμη μένει. Γιατί το καφενείο αυτό έγινε κομμάτι της ιστορίας του τότε χωριού μας – και της σημερινής πόλης μας, της Αραδίππου. Η ιστορία δεν σβήνει.
Αντίο, λοιπόν, σε έναν χώρο που ένωσε τόσους Αραδιππιώτες και ένα μεγάλο ευχαριστώ στον κ. Ανδρέα, που με την παρουσία και την αγάπη του κράτησε ζωντανό αυτό το στέκι των γονιών και των παππούδων μας για τόσες δεκαετίες.
Οι αναμνήσεις θα μείνουν εδώ, στην πλατεία του Αποστόλου Λουκά, και θα μας θυμίζουν πάντα πως το καφενείο μπορεί να κλείνει, αλλά το πνεύμα του θα συνεχίσει να ζει σε κάθε κουβέντα, σε κάθε συνάντηση, σε κάθε «καλημέρα» που θα λέγεται στην ίδια γωνιά.
Αντίο «Ελ Πάσο»









