Γράφει η Ρέα Κουμπαρή, υπεύθυνη Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αραδίππου
Ο Ανδρέας Καπανδρέου είναι βιβλιοθηκονόμος στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός. Γνωριστήκαμε τυχαία σε ένα συνέδριο πριν από δύο περίπου χρόνια και ξανασυναντήθηκαν οι δρόμοι μας πρόσφατα, σε μία κοινή συνεργασία μας στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αραδίππου. Σήμερα συζητάμε μαζί του με αφορμή την τελευταία εκδοτική του δουλειά ‘’Ο Μελής ο νταής’’.
Ανδρέα μου, μας ενώνει μία κοινή αγάπη, το βιβλίο, σε καλωσορίζω λοιπόν στον δικό μου αγαπημένο χώρο. Αν ήθελες να συστήσεις τον εαυτό σου στους αναγνώστες σου, με ποια λόγια θα τον παρουσίαζες;
Κατ’ αρχάς θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για τη συνέντευξη και για την ευκαιρία που μου δίνεις να επικοινωνήσω με τους αναγνώστες της εφημερίδας σας.
Γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω στη Λευκωσία. Είμαι λάτρης των βιβλίων και εκτός από λογοτεχνία μου αρέσει να διαβάζω ιστορικά και πολιτικά βιβλία. Εξάλλου, εργάζομαι στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου άρα περιστοιχίζομαι με βιβλία τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Είμαι, επίσης συγγραφέας 7 συνολικά βιβλίων. Μελετώ και προβάλλω τη λογοτεχνία και το βιβλίο, μέσα από το προσωπικό μου βιβλιολογικό ιστολόγιο @Ανδρέας Καπανδρέου, όσο και από τη ραδιοφωνική εκπομπή «Λογοτεχνία στα ερτζιανά» που μεταδίδεται από το ΡΙΚ και τον πανεπιστημιακό ραδιοφωνικό σταθμό UCY Voice.
Τελευταία μου ενασχόληση είναι η στιχουργική.
Πώς αποφάσισες να σπουδάσεις Βιβλιοθηκονομία ή απλά προέκυψε;
Οι σπουδές στη Βιβλιοθηκονομία ήτανε μια συνειδητή επιλογή για την οποία, ευτυχώς, δεν έχω μετανιώσει. Κυρίως η αγάπη μου για τα βιβλία και την ανάγνωση, αλλά και οι συγκυρίες της εποχής με τις νέες θέσεις εργασίας που ανοίγονταν στις βιβλιοθήκες, με ώθησαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Ποτέ ξεκίνησες να γράφεις. Υπήρχε κάποιο αρχικό ερέθισμα;
Ξεκίνησα να γράφω από νεαρή ηλικία ωθούμενος από την ανάγκη να καταγράψω και να εξωτερικέψω τις σκέψεις μου, αλλά και να εκφράσω δημιουργικά τη φαντασία μου. Θυμάμαι ένα σημειωματάριο που είχα στα εφηβικά μου χρόνια, μέσα στο οποίο κατέγραφα σκέψεις, στίχους και ό,τι άλλο μου έκανε εντύπωση. Λίγο αργότερα δοκίμασα να γράψω ιστορίες βάζοντας το δικό μου στίγμα αφού, αφού προσπαθούσα να γράψω κάτι που θα μου άρεσε εμένα ως αναγνώστη να διαβάσω. Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν τα πρώτα μου διηγήματα…
Σε ποια από τα πρόσωπα των βιβλίων σου βλέπουμε στοιχεία του εαυτού και της προσωπικότητας σου;
Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει κάποιο βιβλίο, κάποια ιστορία ή κάποιος χαρακτήρας στον οποίο θα μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει στοιχεία του εαυτού μου ή της προσωπικότητάς μου. Σίγουρα όμως όλα τα έργα κρύβουν κάτι από τον δημιουργό τους, τον τρόπο σκέψης του, τις εμπειρίες του, τα διαβάσματά του, τα ενδιαφέροντά του, το υποσυνείδητό του…
Υπάρχει κάτι που ανακάλυψες για τον εαυτό σου κατά τη συγγραφή ενός βιβλίου;
Δημιουργώντας ιστορίες με φανταστικούς κόσμους και χαρακτήρες, ανακάλυψα ότι μπορώ να ζω μέσα σε αυτούς, χωρίς να είμαι υποχρεωμένος να ακολουθώ τις συμβάσεις της πραγματικής ζωής. Ανακάλυψα ότι μέσα από ένα διήγημά μου, μπορώ να ζήσω τις πιο τρελές μου φαντασιώσεις, όπως για παράδειγμα να ταξιδέψω στον χρόνο, να πετάξω, να μπορώ να γίνω αόρατος για τους γύρω μου, ακόμα και να αλλάξω τη ροή της ιστορίας…
Γνωρίζουμε ότι μέσα από την ποίηση αλλά και γενικά τη συγγραφή ανοίγουμε τον εσωτερικό εαυτό μας. Σε τρόμαξε καθόλου μήπως δίχως να το θέλεις, αφήσεις να αναδυθούν συναισθήματα, σκέψεις και εμπειρίες που θα ήθελες να κρατήσεις μόνο για τον εαυτό σου;
Είναι γεγονός ότι με τη συγγραφή εκτίθεσαι. Ειδικά με την ποίηση, αν θέλεις να είσαι αληθινός και γνήσιος πρέπει να αφήνεσαι και να εξωτερικεύεις τα βαθύτερα συναισθήματά σου. Είναι αναπόφευκτο λοιπόν ότι κάποια στιγμή θα «τσαλακωθείς» και θα εκφέρεις απόψεις με τις οποίες κάποιοι αναγνώστες μπορεί να διαφωνούν και μπορεί να σε παρεξηγήσουν. Αυτός όμως είναι ο ρόλος ενός συγγραφέα και ενός ποιητή. Να γράφει τα πράγματα όπως ακριβώς τα αισθάνεται και τα νοιώθει ο ίδιος και όχι να χαϊδεύει τα αυτιά των αναγνωστών του για να είναι αρεστός.
Πιστεύω πως αυτή είναι μια έντιμη και θαρραλέα στάση η οποία σε βάθος χρόνου, εκτιμάται από το αναγνωστικό κοινό.
Ξεχωρίζεις κάποιο από τα βιβλία σου;
Κλασσική η ερώτηση, αναμενόμενη νομίζω και η απάντηση: Όχι, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο από τα βιβλία μου. Οι συλλογές διηγημάτων μου ήταν αυτές που με ώθησαν να ασχοληθώ με τη συγγραφή και με καθιέρωσαν. Το μυθιστόρημά μου (Ο μυστικός σύντροφος του Ρήγα) ήταν το μεγαλύτερο σε έκταση και κόπο βιβλίο που έχω γράψει. Το τέλος της Χιονάτης ήταν η πρώτη (και μοναδική μέχρι τώρα) ποιητική μου συλλογή. Οι «Αρουραίοι» ήταν η πρώτη μου νουβέλα και η πρώτη μου προσπάθεια να αγγίξω πολιτικοκοινωνικά ζητήματα και «Ο Μελής ο νταής» το πρώτο (και μοναδικό μέχρι τώρα) παιδικό βιβλίο.
Αγαπώ όλα μου τα βιβλία το ίδιο, γιατί είναι κομμάτια του εαυτού μου και έχω έναν ξεχωριστό λόγο για να αγαπώ το καθένα από αυτά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δεν μπορώ να ξεχωρίζω κάποια από τις δύο μου κόρες.
Υπάρχουν κάποια μυστικά που θα ήθελες, ως συγγραφέας, να πεις σε ένα γονιό ο οποίος θέλει να κάνει το παιδί του να αγαπήσει τα βιβλία;
Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο μυστικό. Αυτό που πρέπει να κάνουν οι γονείς, είναι να φροντίσουν να φέρουν το παιδί τους σε επαφή με το βιβλίο, με τις βιβλιοθήκες. Από εκεί και πέρα, αν το κάνουν αυτό, το παιδί έχει καλές πιθανότητες να γοητευτεί από την ανάγνωση και να αγαπήσει το βιβλίο. Σημαντικό ρόλο, βέβαια, παίζουν και οι συνήθειες του γονιού. Αν το παιδί βλέπει τον γονιό του να διαβάζει, να επισκέπτεται βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες, να έχει βιβλία στο σπίτι, τότε οι πιθανότητες και το παιδί να αγαπήσει το βιβλίο, είναι αυξημένες.
Πως είναι η καθημερινότητα ενός συγγραφέα; Ποιες άλλες είναι οι δραστηριότητές σου;
Η καθημερινότητα ενός συγγραφέα, τουλάχιστον η δική μου, δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την καθημερινότητα ενός οποιουδήποτε άλλου συμπολίτη μας που δεν είναι συγγραφέας. Έχω και εγώ τη δουλειά μου, τις καθημερινές υποχρεώσεις μου, τις κόρες μου, την προσωπική μου ζωή, τα ενδιαφέροντά μου, τους φίλους μου… Απλά ανάμεσα στα δικά μου ενδιαφέροντά, φροντίζω να είναι και η ανάγνωση και μελέτη βιβλίων καθώς και η συγγραφή, όταν έχω βέβαια χρόνο και έμπνευση. Είμαι γενικά πολυάσχολος και ο ελεύθερος μου χρόνος είναι πραγματικά ελάχιστος. Όμως προσπαθώ να οργανώνομαι και να τον σπαταλώ όσο πιο εποικοδομητικά μπορώ.
Ακούω πολλούς που ισχυρίζονται ότι θα ήθελαν να διαβάσουν ένα βιβλίο ή να γράψουν, αλλά δεν έχουν τον χρόνο να το κάνουν. Διαφωνώ κάθετα με αυτό! Όποιος το θέλει πραγματικά μπορεί να βρει χρόνο για να διαβάσει ένα βιβλίο, αρκεί να μειώσει για παράδειγμα, για λίγα λεπτά τον χρόνο που σπαταλά στο κινητό του ή σε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι. Ακόμα και αν βάλουμε ως στόχο 10 λεπτά πριν πάμε για ύπνο να διαβάζουμε μερικές σελίδες από ένα βιβλίο, σύντομα θα το έχουμε ολοκληρώσει! Όσο για τη συγγραφή, αυτή είναι μια εσωτερική ανάγκη που όταν την έχεις, δεν μπορείς με τίποτα να την κρατήσεις μέσα σου και να μην την εξωτερικεύσεις. Αν ισχυρίζεσαι πως δεν έχεις χρόνο να γράψεις, σημαίνει πως στην πραγματικότητα δεν έχεις την ανάγκη να γράψεις…
Γιατί αποφάσισες να ασχοληθείς με το ραδιόφωνο;
Δεν ήταν ακριβώς μια απόφαση που πήρα, αλλά κάτι που ήρθε και με βρήκε. Προφανώς, αναγνωρίζοντας την πολύχρονη προσφορά και δράση μου μου στον χώρο, κυρίως μέσω του βιβλιολογικού μου ιστολογίου, κάποιοι γνωστοί μου από το ΡΙΚ, μου πρότειναν να αναλάβω μια εκπομπή για την λογοτεχνία. Υπήρξε και μια συγκυρία συνεργασίας του ΡΙΚ με το Πανεπιστήμιο Κύπρου και έτσι γεννήθηκε η εκπομπή «Λογοτεχνία στα ερτζιανά», την οποία επιμελούμαι και παρουσιάζω μαζί με τη φίλη και συνεργάτιδά μου, επίσης συγγραφέα και μουσικό, Μαρία Κούβαρου.
Που αποσκοπείς, τι θέλεις να βγάλεις μέσα από τη ραδιοφωνική σου εκπομπή;
Στόχος της εκπομπής είναι να φέρουμε πιο κοντά στο ραδιοφωνικό κοινό τη λογοτεχνία. Να μιλήσουμε για βιβλία, να αναγνώσουμε αποσπάσματα και να γνωρίσουμε καταξιωμένους αλλά και λιγότερο γνωστούς συγγραφείς και ανθρώπους του πολιτισμού που φιλοξενούμε στην εκπομπή μας.
Υπάρχει κάποια έντονη ανάμνηση κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικής σου εκπομπής;
Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι πολύ ξεχωριστό. Οι αναμνήσεις που μας αφήνουν οι εκπομπές είναι πολύ όμορφες, αφού γινόμαστε μια παρέα με τους φιλοξενούμενούς μας μαθαίνοντας και εμείς, κάθε φορά, καινούργια ενδιαφέροντα πράγματα από αυτούς.
Πως προέκυψε το τελευταίο σου βιβλίο “Ο Μελής ο νταής’’;
«Ο Μελής ο νταής» είναι η εξέλιξη μιας προσπάθειας που ξεκίνησε πριν μερικά χρόνια. Η διαδραστική αυτή παιδική ιστορία για τον σχολικό εκφοβισμό (μπούλιγκ), ξεκίνησε το ταξίδι της ως μέρος μιας εφαρμογής (app) για τηλέφωνα και ταμπλέτες, όπου ένα παιδί, μόνο του ή με τη βοήθεια ενός ενήλικα θα μπορούσε να διαβάσει την ιστορία, να την ακούσει, αφού υπήρχε και ηχογράφησή της, και να βλέπει ταυτόχρονα τις εικόνες που είχαμε δημιουργήσει.
Η αρχική ιδέα πρέπει να πω ότι ξεκίνησε από τη φίλη και συνεργάτιδα Βασιλική Παπαχαραλάμπους και ολοκληρώθηκε με τη συμβολή της παιδοψυχολόγου Μαρίας Περδικογιάννη και φυσικά τη δική μου ως συγγραφέα. Η εφαρμογή που θα φιλοξενούσε τις ιστορίες ονομάστηκε Join The Tale και πρώτη ιστορία ήταν «Ο Μελής ο νταής». Η προσπάθεια αυτή μάλιστα βραβεύτηκε από τον Ψηφιακό Πρωταθλητή το 2017 ως «Καλύτερη Πρόταση Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας». Η ανταπόκριση του κοινού ήταν πολύ ενθαρρυντική και έγιναν παρουσιάσεις της εφαρμογής σε παιδιά και στα ΜΜΕ και είχαμε αρκετά downloads παγκοσμίως, αφού η εφαρμογή και η ιστορία του «Μελή του νταή» κυκλοφορούσε και στα αγγλικά με τον τίτλο «Rooney the Bully».
Δυστυχώς, το μεγάλο κόστος και η αδυναμία μας να βρούμε χορηγούς, σταμάτησε μέσα στην περίοδο του κορονοϊού αυτή την προσπάθεια.
Προκειμένου όμως να μην χαθεί η ιστορία του «Μελή του νταή», η οποία αγαπήθηκε από όσα παιδάκια τη διάβασαν, αποφασίσαμε να τη μεταφέρουμε αρχικά ως ηλεκτρονικό βιβλίο (e-book) στην πλατφόρμα Read Library και τώρα σκοπεύουμε να την εκδώσουμε σε κανονικό έντυπο βιβλίο με νέα εικονογράφηση!
Ποιο θεωρείς Ανδρέα ότι είναι το βαθύτερο θέμα που σε απασχόλησε γράφοντας το συγκεκριμένο βιβλίο;
«Ο Μελής ο νταής» είναι μια διαδραστική ιστορία που επιτρέπει στο παιδί, απαντώντας σε ερωτήσεις που θέτουμε, με τη βοήθεια της παιδοψυχολόγου μας, να συμμετέχει στην ιστορία καθορίζοντας το ίδιο την εξέλιξή της. Στο τέλος μάλιστα δίνονται σχόλια και συμβουλές από τη ψυχολόγο, για τις απαντήσεις των παιδιών και για το κάθε σενάριο που ακολουθήθηκε.
Απαντώντας στην ερώτηση, το βαθύτερο θέμα που θέλουμε να θίξουμε με αυτό το βιβλίο είναι τα θλιβερά περιστατικά σχολικού εκφοβισμού που παρατηρούμε να συμβαίνουν καθημερινά στα σχολεία της χώρας μας. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την κατάλληλη διαπαιδαγώγηση και την αλλαγή νοοτροπίας, κάτι στο οποίο θεωρούμε ότι συμβάλει και αυτό το βιβλίο.
Ο αποδέκτης να υποθέσω είναι τα ίδια τα παιδιά;
Η ιστορία του Μελή του νταή απευθύνεται τόσο στα παιδιά που δέχονται σχολικό εκφοβισμό όσο και στα παιδιά που ασκούν εκφοβισμό, αλλά και στα παιδιά που απλά τον παρακολουθούν να συμβαίνει στις αυλές των σχολείων τους χωρίς να αντιδρούν. Απευθύνεται επίσης και στους γονείς όλων των πιο πάνω παιδιών αλλά και στους εκπαιδευτικούς των σχολείων που μπορούν να χρησιμοποιήσουν το βιβλίο ως εργαλείο.
Πως βλέπεις την αντίδραση των παιδιών σ’ αυτό το πολύ κοινό πλέον θέμα του bulling, αλλά και των γονέων;
Οι αντιδράσεις των παιδιών, κάθε φορά που η ομάδα μας παρουσιάζει το βιβλίο, είναι εντυπωσιακές! Τα παιδιά παρακολουθούν με ενδιαφέρον την ιστορία, ταυτίζονται με τους ήρωες, συμμετέχουν ενεργά και σε αρκετές περιπτώσεις είχαμε παιδιά που ενθαρρύνθηκαν και αποκάλυψαν για πρώτη φορά ιστορίες σχολικού εκφοβισμού που δέχονταν τα ίδια, εκπλήσσοντας ακόμα και τους γονείς τους που ήταν παρόντες και που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζαν για αυτά τα περιστατικά!
Οι γονείς, αλλά και οι εκπαιδευτικοί που έτυχε να διαβάσουν την ιστορία, έχουν καταλάβει ότι αξίζει να τη χρησιμοποιήσουν ως ένα εργαλείο διαπαιδαγώγησης κατά του σχολικού εκφοβισμού.
Περί ποίησης: θυμάσαι τι προκάλεσε την πρώτη σου έμπνευση;
Με πας πολλά χρόνια πίσω…(γέλια) Το πρώτο μου στιχάκι πρέπει να ήταν ερωτικό και πρέπει να γράφτηκε μετά από ένα ερωτικό σκίρτημα που είχα στα εφηβικά μου χρόνια.
Θεωρείς ότι η ποίηση είναι λυτρωτική;
Η ποίηση μπορεί να είναι ψυχαγωγική και μπορεί να σου μαθαίνει πράγματα. Η καλή ποίηση μπορεί να σου προκαλεί έντονα συναισθήματα, μα όπως έχω γράψει και σε έναν στίχο μου: «… η ποίηση μπορεί να σε λυτρώσει μόνο όταν βγαίνει απ’ την ψυχή και φέρνει ανατροπή…».
Τι σημαίνει για σένα ο τίτλος, ‘’Το τέλος της Χιονάτης’’;
«Το τέλος της Χιονάτης» είναι και ο τίτλος ενός ποιήματος, αλλά και ο τίτλος ολόκληρης της ποιητικής μου συλλογής.
Πρόκειται για το άδοξο τέλος ενός παραμυθιού, διαφορετικού από αυτό που μας έχουν μάθει. Για την απομυθοποίηση της ιστορίας, της πολιτικής, της κοινωνίας στην οποία ζούμε, αλλά και του έρωτα.
Είναι η ποίηση για το γκρέμισμα των μύθων, μα και για το κτίσιμο νέων, αφού τελικά δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτούς…
Ποιοι στίχοι σας, υπήρξαν για σένα κάτι… απρόσμενο, σαν να μην βγήκαν από τη δική σου πένα;
Απρόσμενοι, ίσως, ήταν οι στίχοι μου που μελοποιήθηκαν πρόσφατα από τον Γρηγόρη Πολύζο και έγιναν το τραγούδι «Άστον να λέει τον ποιητή» το οποίο ερμηνεύει υπέροχα ο Γιώργος Γρηγορίου Κινέζος.
Απρόσμενοι γιατί, με αυτούς ουσιαστικά αποδομώ (αν μου επιτρέπεται αυτή η έκφραση) μια επικρατούσα ερμηνεία για το ποίημα «Ιθάκη» του Κ.Π. Καβάφη, ο οποίος τυγχάνει να είναι και ο αγαπημένος μου ποιητής, και την οποία άποψη – και αυτή είναι η μεγαλύτερη αντίφαση – ενστερνίζομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αναφέρομαι στην άποψη που λέει ότι «δεν έχει σημασία ο προορισμός, αλλά το ταξίδι προς την Ιθάκη, το οποίο σου προσφέρει εμπειρίες και σε κάνει πιο σοφό». Και έτσι ακριβώς είναι! Αδιαμφισβήτητες είναι οι εμπειρίες και η σοφία που κερδίζει κάποιος προσπαθώντας να φτάσει σε έναν στόχο! Αρκεί, όμως, αυτό;
Οι δικοί μου οι στίχοι βλέπουν αυτό το ταξίδι από μια άλλη οπτική γωνιά. Από αυτήν που θα το έβλεπε κάποιος τρελά ερωτευμένος, για παράδειγμα. Τι να του πούμε αν δεν καταφέρει να φτάσει και να κατακτήσει το αντικείμενο του πόθου του; «Απόλαυσε το ταξίδι και την προσπάθεια και δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα;». Αλήθεια, τι θα μπορούσαμε να πούμε σε έναν ιδεολόγο επαναστάτη, αν η επανάσταση στην οποία συμμετέχει, τελικά αποτύχει; Ότι δεν πειράζει που δεν τα κατάφερες, αρκέσου στις εμπειρίες που έχεις αποκομίσει (αλλά και στους νεκρούς συντρόφους σου, τις ταλαιπωρίες και το θάψιμο των ιδεών σου);
«Τι να το κάνω το ταξίδι» λοιπόν «αν φτάσω και δεν είσαι εκεί;»
Ανδρέα μου να σε ευχαριστήσω πολύ γι’ αυτή την όμορφη συνομιλία. Και να σου ευχηθώ καλή επιτυχία σε κάθε κατεύθυνση.
Κι εγώ σε ευχαριστώ Ρέα μου. Είμαι σίγουρος ότι θα τα ξαναπούμε σύντομα στον δικό σου φιλόξενο χώρο, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αραδίππου, σε μια από τις όμορφες δράσεις που κάνετε εκεί.