Γνωριμία με τον ποιητή, Θεατρικό συγγραφέα και εικαστικό Ανδρέα Ευαγγελίδη

Γράφει η Ρέα Κουμπαρή, Υπεύθυνη Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αραδίππου

Αντλεί την έμπνευση του από την καθημερινότητα του Κύπριου. Καταπιάνεται με ότι τον αγγίζει, τον στενοχωρεί ή τον κάνει χαρούμενο και το μετατρέπει σε λαϊκή ποίηση. Ο πόνος η αχαριστία, το μίσος, η απογοήτευση, η αγάπη, όλα όσα τον συγκινούν τον κάνουν να παίρνει την πένα και να γράφει. Άλλωτε με σατιρική διάθεση όπως το πιο κάτω ποίημα:

Είχα έναν φίλον κάποτε που έκαμνεν αστεία
τζιαι πάντοτε εσύχναζεν μέσα εις την πλατείαν.

Μια μέραν τούτος εσκέφτηκεν να πάει να μιλήσει,
της Παναγίας Δέσποινας ριάλια να ζητήσει.

Επήεν τζιαι εστάθηκεν μπροστά στην Παναγίαν
“δοξάζω σε τζιαι προσκυνώ τα πόδκια σου Αγία”.

“Να πάω να πιάσω Δέσποινα εγιώνι δκυό σελίνια,
για να γοράσω του μωρού παπούτσια τζιαι πατίνια;”

“Όϊ λαλεί του μια φωνή, μεν πάρεις ούτε γρόσι”,
ο φίλος μου δεν τα έχασε, μα όμως είσιεν δρώσει.

Εγύρισεν προς τον Χριστόν τζιαι είπε του με νάζι,
“αφού η μάνα σου δέχεται, εσένα ήντα σε νοιάζει;”

“Πειράζει με παμπόνηρε γιατί είμαι Ιερέας,
εν το κατάλαβα εγιώ πως δεν είσαι παρέας;”

Κι άλλες φορές με ερωτική διάθεση:

Εσιείστηκεν ο ουρανός τζιαί βκήκαν οί Αγγέλοι,
τζιαί φέραν τζιαί ποτίσαντην που του Θεού το μέλι.

Ηταν μια κόρη λυερή είσιεν ωραίο σώμαν,
είσιεν τά μάθκια γαλανά το ποιο ωραίο χρώμαν.

Τά δε μαλλιά της ήτανε ξανθά σαν το γρυσάφιν,
που το δικό μας ήτανε νομίζω το σινάφιν.

Ασπρο φουστάνιν φόραγε τζι’ ήταν κεντημένον,
τζι’ έννα σταυρόν στο στήθος της ολόγρυσον ντυμένον.

Εδίκλησεν τζιαί είδεμε τζιαι είχα παλαβώσει,
τζι’ ένα κρίνον έκοψεν τούτη για να μού δώσει.

Όταν την είδα τζιέρκετουν πάνω μου με τον κρίνον
η πίεση μου ανέβηκεν νόμιζα εννά μείνω.

Όταν λοιπόν μού κόντεψεν, εγιώ ήμουν χασκιασμένος,
μα μέσα μου γιω ένοιωθα χαρά, ήμουν ευτυχισμένος.

Τον κρίνο τον εδέκτηκα τζι’ είπα να την ρωτήσω,
για να μου πεί πουν το σπίτιν της, να πά να την ζητήσω.

Είπεν μου, ” ήξερα ήνταν πουσκεύτεσουν για μένα,
γι’ άντρα μου σε δκιάλεξα, πού ούλλους εγιώ εσένα”.

Τά άστρα ετρεμοσβύνασιν εμοιάζαν σαν λαμπιόνια,
τότε είχα πόνο στην καρκιά τζιαί μέσα στα πνευμόνια.

Την ώρα πού εκόντεψα εγιώ να την φιλήσω,
εδέησε ο Πλάστης μου εγιώνι να ξυπνήσω.

Κι άλλωτε:
Εσκεύτηκα πολλά καλά παρόλον πούμε γέρος,
να πάρω μιάν απόφασην να λάβω τζιαί γιώνι μέρος.

Να μπώ είς την συζήτησην να πώ τζιαί γιώ μιάν γνώμη,
το δικαιούμαι σκεύτηκα λαλούντο τζιαί οί νόμοι.

Θωρώ τους πού τσακώνουνται τζιαί έχουσιν γινάτιν,
τζι΄ οι απειλές έν πού πάνω μας, βκάλουσιν έτσι μάτιν.

Για τούντον προϋπολογισμόν πού ούλλοι καρτερούμεν,
να πιάσουμεν τές συντάξεις μας τζιαί μείς για να χαρούμεν.

Θωρούν πώς αν δεν ηψηφιστεί εννά καταστραφούμεν,
τζιαί όμως επιμένουσιν τζιάς πάμεν να χαθούμεν.

Τούτοι καλά την έχουσιν να φάσιν τζιαί να πιούσιν,
εμείς τι τους εφτέξαμεν θέλω για να μας πούσιν.

Τά κόματα όπως είδαμε είχασιν απαιτήσεις,
η κυβέρνηση εδέχτηκεν τζι΄ έκαμεν υποχωρήσεις.

Γιατί έν το δεκτήκασιν τζιαί τούτοι να ψηφίσουν,
νομίζω άλλο θέλουσιν τούτοι να κυβερνήσουν.

Άς κάμουν λίον υπομονήν τζι΄ οι εκλογές κοντέψαν,
ο χρόνος έν ο δικαστής τά πράγματα ετελέψαν.

Ο κόσμος έν τζιαίν παλαβός ξέρει τι θα ψηφίσει,
τζι’ εννά δκιαλέξει σίουρα ποιος εννά κυβερνήσει.

Εγιώ εννα πώ μιάν συμβουλήν τζι’ αν θέτε με ακούτε,
ψηφίστε τον προϋπολογισμόν τζιαί ύστερα έννα δείτε.

Ήσαστιν ούλλοι βουλευτές κάτσετε τζιαι σκευτείτε,
να γίνουν πρόωρες εκλογές τζιαί σείς τότε ψηφίστε.

Ούλλοι έχετε το λάθος σας ουδείς εξερουμένος,
οι κάλπες έν να δείξουσιν ποιος έν δικαιωμένος.

Ο Ανδρέας Ευαγγελίδης έχει δώσει πάμπολλες συνεντεύξεις έχει καταξιωθεί και βραβευτεί ως θεατρικός συγγραφέας, τα ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ η ζωγραφική, το ανεκπλήρωτο παιδικό του όνειρο κοσμεί πλέον αρκετούς τοίχους σπιτιών.

Είναι, όπως ο ίδιος αναφέρει, “ένας άνθρωπος χορτάτος από τη ζωή”. Μια ζωή που ήταν επιεικής μαζί του κι αυτό, όπως τονίζει, το οφείλει στην πίστη του στο Θεό. Το τρίπτυχο Θρησκεία-Πατρίδα-Οικογένεια το οικειοποιήθηκε από παιδί, νόμος απαράβατος γι’ αυτόν.

Ήταν ο Βενιαμίν ανάμεσα στα δώδεκα παιδιά του Ευάγγελου Ευαγγελίδη και της Θέκλας Αντωνιάδου. Η φτώχια δεν έδειχνε έλεος σε κανένα την εποχή εκείνη, ούτε και στην οικογένεια Ευαγγελίδη. Για το λόγο αυτό, από μικρός αναγκάστηκε να βγει στη βιοπάλη, προκειμένου και αυτός συνεισφέρει στα έξοδα του σπιτιού.

Αυτό, όμως, δεν του στέρησε την παιδικότητα του. Τα παιχνίδια, άλλοτε στις αλάνες κι άλλοτε στο προαύλιο του Αποστόλου Λουκά, τον ακολουθούν μέχρι σήμερα, ως τα χρόνια της παιδικής αθωότητας.

Όλοι τότε τον φώναζαν με το υποκοριστικό “Μπέπη”, γιατί ήταν ο μικρότερος και ο αγαπημένος της μαμάς του, έναν τίτλο που τον απέταξε μεγαλώνοντας.

Σαν μαθητής ήταν άριστος! Όμως τα παράτησε στην τετάρτη τάξη του Λυκείου της Αμερικάνικης Ακαδημίας και η αφορμή γι’ αυτό ήταν ένα βιβλίο “Ο θησαυρός του Δαμασκηνού”, όπου ανέφερε ότι: η νήσος Κύπρος αγνώστου πότε θα καταποντιστεί, κάτι που ο μικρός τότε Ανδρέας παρερμήνευσε. Όπως μας είπε, η ζωή είναι γλυκιά, είχε πολλά ακόμη να ζήσει, δεν ήταν έτοιμος ακόμη να “φύγει” και μια λύση γι’ αυτόν ήταν να μεταναστεύσει στον αδελφό του όπου διέμενε και εργαζόταν στην Αφρική, μια χώρα που θεωρούσε ο ίδιος ως ο “κήπος της Εδέμ”.

Επιστρέφοντας, ένα χρόνο μετά έλαβε, ενεργά μέρος στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-59 ως κατασκευαστής πυρομαχικών. Στα 23 του χρόνια παντρεύτηκε τον παιδικό του έρωτα που ακούει στο όνομα, Μυρούλα. Ένας έρωτας που δεν φθάρηκε στα χρόνια και που του χάρισε τρία παιδιά και μία ευτυχισμένη ζωή.

Επαγγελματικά:
Με την επιστροφή του στην Κύπρο ασχολήθηκε με τη φωτογραφία, την τυροκομία και, ακολούθως δημιούργησε τη Συνεταιρική Εταιρία μεταλλικών δοχείων (κουβάδες) μαζί με τον γαμπρό του Αντρέα Πήτα. Ακολούθως ασχολήθηκε για λίγο χρονικό διάστημα στην Εταιρία “Χίλια κι Ένα Είδη” στη Λευκωσία ως διανομέας. Το ίδιο χρονικό διάστημα καταγίνεται με την αγοραπωλησία αλατιού. Στη συνέχεια του δόθηκε η ευκαιρία να αγοράσει την υπο διάλυση Εταιρία Αλαντοποιΐου “Στέρν”, μια εταιρία που ανήκε στην Εβραίικής καταγωγής οικογένειας Στερν, εν συνεχεία πρόσθεσε και τη δική του επωνυμία “Α. Ευαγγελίδη και υιός”, όπου φτιάχνονταν προϊόντα με γεύσεις βγαλμένες από την παράδοση. Συνάμα, δημιούργησε και το εργοστάσιο – χυτήριο ορειχάλκινων αντικειμένων στη βιομηχανική περιοχή της Αραδίππου. Πέτυχε μάλιστα να διακριθεί σε Κύπρο και εξωτερικό για τις μοναδικές του κατασκευές. Εδώ ξεκινά και η ανοδική του πορεία στον επιχειρηματικό τομέα.

Δράσεις:
Για την εποχή του πρωτοπορούσε. Στα 25 του χρόνια επανίδρυσε το Σώμα Προσκόπων Αραδίππου με την ονομασία “66ο Προσκοπείο Αραδίππου”, στο οποίο διετέλεσε Συστηματάρχης για αρκετά χρόνια. Ως ενεργό μέλος του Δημοκρατικού Συναγερμού στην Επαρχιακή Επιτροπή Λάρνακος, εκλέγεται πρώτος Πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού Αραδίππου, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 80 αναλαμβάνει την προεδρία της ποδοσφαιρικής ομάδας Ομόνοιας Αραδίππου, ανεβάζοντας την στην πρώτη κατηγορία, μια δοξασμένη εποχή για την ομάδα.

Καλλιτεχνικά:
Στα 17 του χρόνια έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο “Γιάννος: ο γιος του Καπετάν Κωστα”, το οποίο ανέβηκε στη σκηνή με μεγάλη επιτυχία, ενώ, μάλιστα, του ζητήθηκε η παράσταση να ανέβει και στο μικρό θεατράκι της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ). Στα 65 του χρόνια ολοκλήρωσε και το δεύτερο του θεατρικό έργο “Ο αγνοούμενος”, το οποίο ανέβηκε στο Θέατρο Σκιών Θεσσαλονίκης, παίρνοντας το πρώτο βραβείο. Ακολούθως, το 2017 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή “Τα λόγια της καρκιάς μου: ποιήματα της τοπολαλιάς”. Ήταν και η εποχή που ξεκίνησε εντατικά να ασχολείται με τη ζωγραφική.

Το βιβλίο “Βάλτε μυαλό: ποιήματα της τοπολαλιάς”, είναι η δεύτερη του ποιητική συλλογή.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Accept Read More