Κώστας Κατσώνης: Ένας ακάματος εργάτης των γραμμάτων και του πολιτισμού

Μια συνομιλία με τη Ρέα  Κουμπαρή, λειτουργό Δημοτικής Βιβλιοθήκης

Κώστας Κατσώνης, ένας αληθινός δάσκαλος και παιδαγωγός,  αλλά και ένας χαρισματικός λογοτέχνης, ποιητής, επιμελητής, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, ερευνητής, Επίτιμος Πρόεδρος του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού-Νεανικού βιβλίου και  Πρόεδρος σήμερα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας και του Ιδρύματος «Ανδρέας Μαππούρας».   Μίλησέ μου λίγο για τον εαυτό σου.

Όντας γόνος της πολύτεκνης οικογένειας των αείμνηστων γονιών μου Δημήτρη και Ελένης Κατσώνη, χρωστώ χάρη, πρώτα απ’ όλα σ’αυτούς γιατί  παρά τη φτώχεια και τις δυσκολίες της ζωής στη δεκαετία του  ’50 και του ‘60,  μας έδωσαν (και στα έξι παιδιά) την  ευκαιρία να μάθουμε γράμματα και να σπουδάσουμε στη συνέχεια, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε στη ζωή μας-στο μέτρο του δυνατού,   αυτό που θέλαμε.  Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια δύσκολη εποχή, από κάθε άποψη-δεν είχαμε καν ηλεκτρικό ρεύμα τα χρόνια εκείνα και διαβάζαμε στο φως της λάμπας του πετρελαίου.

Μετά την αποφοίτησή μου από το Δημοτικό Σχολείο Αραδίππου, φοίτησα στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο Αγίου Γεωργίου  και μετά τη στρατιωτική μου θητεία βρέθηκα ύστερα από επιτυχείς εξετάσεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου, από όπου πήρα πτυχίο δασκάλου και πρωτοδιορίστηκα τον Σεπτέμβρη του 1971 στο χωριό μου, στο Γ’ Δημοτικό Σχολείο.   Ήμουν στην πρώτη  τάξη του δημοτικού το 1955 όταν άρχιζε ο  απελευθερωτικός  αγώνας κι ανήκω  σε μια γενιά, που προσωπικά την ονομάζω γενιά του πολέμου. Ζήσαμε το ’55-59, την Ανεξαρτησία του ’60,  τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64, την κρίση της Κοφίνου το 1967, την εγκληματική δράση της ΕΟΚΑ Β΄ (1971-74), το προδοτικό πραξικόπημα  στις 15 Ιουλίου 1974 και τη βάρβαρη τουρκική εισβολή που ακολούθησε στις 20 Ιουλίου και στις 14 Αυγούστου 1974, με όλες τις τραγικές συνέπειες που τις βιώνουμε ίσαμε σήμερα. Υπηρέτησα στην Εθνική Φρουρά και επιστρατεύθηκα ως έφεδρος το 1974, όπως όλοι οι συνομήλικοί μου και συμμετείχα στον άνισο πόλεμο ενάντια στην τουρκική επιβουλή.

Ήμουν τότε δάσκαλος διορισμένος στο μονοδιδάσκαλο σχολείο της Αγίας Άννας. Στη συνέχεια κι ενώ εργαζόμουν συνέχισα τις σπουδές μου και πήρα πτυχίο ελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1978), έκανα μεταπτυχιακές σπουδές επιπέδου Μάστερ  στα Παιδαγωγικά (1998) και το 2006 (στα 55 μου) υποστήριξα με επιτυχία τη διδακτορική μου διατριβή με θέμα τη λογοτεχνία για παιδιά και νέους, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στον Βόλο. Από το 1980 είμαι νυμφευμένος με τη φιλόλογο Ανστασία Χατζηλοή από τη Λάπηθο, με την οποία έχουμε αποκτήσει δύο παιδιά: τον Δημήτρη και την Ευγενία, που ζουν σήμερα μόνιμα στην Αγγλία και μας έδωσαν (ο Δημήτρης) δυο χαριτωμένα εγγονάκια.

 

Αλήθεια, θυμάσαι πότε ξεκίνησε το ενδιαφέρον σου για τον κόσμο της λογοτεχνίας; Ποιος ήταν ο πρώτος συγγραφέας που σημάδεψε τον τρόπο που σκέφτεσαι;

Αγαπούσα από παιδί τα βιβλία και το διάβασμα-ήμουν άριστος μαθητής, αλλά είναι γεγονός ότι στα πρώτα μαθητικά μας χρόνια, στο δεύτερο μισό  της δεκαετίας του ’50, τα μόνα βιβλία που ήταν προσβάσιμα για μας ήταν τα σχολικά και τα ελάχιστα λογοτεχνικά βιβλία, παραμύθια και άλλα, που υπήρχαν στο σχολείο και  μας έδιναν οι δάσκαλοι να διαβάσουμε. Δεν υπήρχε Κοινοτική Βιβλιοθήκη στο χωριό μας.

Oύτε και στο σπίτι μιας φτωχής πολύτεκνης οικογένειας, όπως ήταν η δική μας, υπήρχε η πολυτέλεια της Βιβλιοθήκης! Διάβαζα όμως και ό,τι άλλο  έπεφτε στα χέρια  μου: εφημερίδες της εποχής που ο πατέρας καθημερινά αγόραζε, το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εποχή» που ήταν συνδρομητής, περιοδικά κτλ.

Στα γυμνασιακά-λυκειακά μου χρόνια,  στο νεόδμητο τότε εξατάξιο Γυμνάσιο Αγίου Γεωργίου, που είχε μια πολύ πλούσια για την εποχή εκείνη βιβλιοθήκη, ήταν η μόνη μας ψυχαγωγία τo διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων κι έγινε από τότε για μένα μια όμορφη καθημερινή συνήθεια! Το ταξίδι μου στον κόσμο της λογοτεχνίας άρχισε με τα παραμύθια του Άντερσεν και τον Ιούλιο Βερν και συνεχίστηκε με τον Κάρολο Ντίκενς, τον Στρατή Μυριβήλη, τον Ηλία Βενέζη, τον Μενέλαο Λουντέμη, τον Νίκο Καζαντζάκη-που με μάγεψε και με καθόρισε. Είχαμε ξεσκονίσει κυριολεκτικά το έργο των πιο  πάνω συγγραφέων μέχρι να τελειώσουμε το Λύκειο. Στη συνέχεια το ταξίδι συνεχίστηκε με σύγχρονους λογοτέχνες και λογοτέχνιδες, αλλα και με ξένους, κλασικους σήμερα συγγραφείς, όπως ο Ντοστογιέφσκι και  ο Τολστόι, ο  Καμύ, ο Κάφκα, ο Όργουελ, ο Κούντερα, ο Μάρκες κ.ά., ενώ παράλληλα θήτευα και στην ποίηση του Παλαμά, του Σολωμού, του Κάλβου και του Σικελιανού,του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτζου, του Μανώλη Αναγνωστάκη κ.ά., όπως και στη δική μας Κυριακή λογοτεχνία καμ  και οι μεγάλοι ποιητές μας Σολωμός, Κάλβος, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος κτλ…Σταδιακά γνώρισα  και την κυπριακή λογοτεχνία που τη λάμπρυναν ο σπουδαίοι ποιητές και πεζογράφοι (Κώστας Μόντης, Παντελής Μηχανικός,  Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης,  Θοδόση Πιερίδης, Τεύκρος Ανθίας,  Λουκής Ακρίτας κ.ά. νεότεροι).

Κώστα μου, πώς γίνεται ένα παιδί αναγνώστης; Τι ρόλο μπορούν να παίξουν οι γονείς ή  και οι δάσκαλοι;

Η απάντηση είναι απλή και την έχει δώσει ο μεγαλύτερος επιστήμονας όλων των εποχών, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο οποίος όταν ρωτήθηκε από μια μητέρα πώς μπορεί το παιδί της να γίνει όπως αυτός, δηλαδή ένας μεγάλος επιστήμονας, της απάντησε: Να διαβάζει παραμύθια. Κι όταν αυτή επέμενε και για το τι πρέπει να κάνει το παιδί της  στα εφηβικά και τα νεανικά του χρόνια, ο Αϊνστάιν απαντούσε στερεότυπα: «Να διαβάζει παραμύθια, να διαβάζει παραμύθια».

Δεν υπάρχει λοιπόν άλλος τρόπος για να αγαπήσουν τα παιδιά τη λογοτεχνία. Η  συνήθεια του διαβάσματος πρέπει να αποκτηθεί και να θεμελιωθεί γερά μέσα στην οικογένεια από την πρώτη νηπιακή ως την εφηβική ηλικία. Αν οι γονείς δεν διαβάζουν και δεν έχουν καμιά σχέση με το βιβλίο κι αφήνουν τα παιδιά τους έρμαια των κινητών και των τάμπλετ, του διαδικτύου, της τηλεόρασης και των λογής λογής ηλεκτρονικών παιχνιδιών-χωρίς μέτρο και όρια, τους κάνουν, άθελά τους,  μεγάλο κακό, για το οποίο κάποτε τα ίδια τα παιδιά θα πληρώσουν και θα μετανιώσουν. Γιατί με την ηλεκτρονική αποχαύνωση το μυαλό τεμπελιάζει και δύσκολα θα τα καταφέρει στη συνέχεια. Μπορούν οι γονείς να νουθετήσουν τα παιδιά και να τα κάνουν να αγαπήσουν τα παραμύθια και να ταξιδέψουν στον όμορφο και μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας,  της μουσικής, του θεάτρου και του πολιτισμού γενικότερα. Γιατί  μόνον έτσι μπορούν τα παιδιά  να διευρύνουν  τους ορίζοντες της σκέψης και της ψυχής τους, να καλλιεργήσουν  τη δημιουργικότητα και να γίνουν πάνω απ’ όλα καλύτεροι άνθρωποι!

Όντας  κι  ο ίδιος συγγραφέας Κώστα, πες μου τι ωθεί τους ανθρώπους να γράφουν.

Όπως οι πλείστοι συγγραφείς, γράφω γι’ αυτά που με συγκινούν, γι’ αυτά που με συγκλονίζουν κι ακόμα γι’ αυτά που με εξοργίζουν. Και δεν είναι λίγα.

Ο έρωτας (τα πρώτα μου ποιήματα ήταν ερωτικά), η ζωή η ίδια, η Κύπρος, αυτός ο ευλογημένος από τη φύση του τόπος «όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμα», όπως λέει και ο Σεφέρης, η μοιρασμένη πατρίδα και οι ιστορικές της περιπέτειες, αλλά και όσα τεκταίνονται καθημερινά γύρω μας, τοπικά και διεθνώς. Ανήκω στη «σχολή» όσων στοχάζονται και πιστεύουν ότι δεν μπορεί ο κόσμος γύρω μας να χάνεται κι εμείς να λιμνάζουμε στη νιρβάνα της επίπλαστης ευδαιμονίας μας. Την ώρα που καίγεται το διπλανό σου σπίτι δεν μπορείς να σφυρίζεις αδιάφορα…

Μπορείς να θεωρείσαι πνευματικός άνθρωπος και να μη συγκλονίζεσαι και να μην εξοργίζεσαι από την πολεμική παράνοια όπως π.χ. τη βιώνει ο μάρτυρας ουκρανικός λαός αλλά και ο ρωσικός;  Με συγκλόνισε η τραγωδία της Κύπρου το 1974, αυτό το μεγάλο τράνταγμα όπως το ορίσαμε στη λογοτεχνία μας:  Προδοσία πόλεμος, νεκροί, τραυματίες, αγνοούμενοι, εγκλωβισμένοι, διακόσιες χιλιάδες ξεριζωμένοι άνθρωποι, τουρκική κατοχή, μοιρασμένη πατρίδα, πονεμένα παιδιά με ραγισμένες ψυχές  και τόσα άλλα δεινά. Γράφαμε όλοι τότε, θυμάμαι και δεν ήμασταν λίγοι, για να καλλιεργήσουμε τη μνήμη της κατεχόμενης γης μας, αλλά και για να στείλουμε μηνύματα ελπίδας και αισιοδοξίας στα παιδιά-τα πιο αθώα θύματα όλων των πολέμων, που έκαναν μαθήματα στα αντίσκηνα της προσφυγιάς κι έμοιαζαν σαν πουλιά που τους κλέψανε τις φτερούγες,  που τους στέρησαν τόσο βίαια και απρόσμενα τη ζεστασιά της δικής τους φωλιάς.

Έγραψα τότε και συνεχίζω να γράφω γι’ αυτά και για όσα βιώσαμε από τότε και συνεχίζουμε να βιώνουμε. Ασχολήθηκα επίσης με την Ιστορία της Κύπρου, ενώ επικεντρώθηκα και στη μελέτη της παιδικής νεανικής λογοτεχνίας κι εξέδωσα αρκετά βιβλία με μελετήματα. Γράφω επίσης δοκίμια,  λογοτεχνικά μελετήματα και  κείμενα στοχαστικού προβληματισμού για όσα τεκταίνονται καθημερινά γύρω μας, στη μοιρασμένη Κύπρο, αλλά και στον σύγχρονο πολλαπλώς σπαρασσόμενο κόσμο.

Πόσο μοναχική είναι η ζωή ενός συγγραφέα και μελετητή;

Η μοναξιά για τον κάθε δημιουργό, λογοτέχνη ή καλλιτέχνη αφοσιωμένο σε οποιασδήποτε από τις γνωστές τέχνες, είναι μια «γλυκιά πατρίδα», όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο  γνωστός νεοέλληνας πολιτικός, διανοητής και συγγραφέας Ίων Δραγούμης (1878-1920).

Εκεί στη μοναξιά και στη σιωπή-που τόσο δύσκολα μάς δίνεται σ ’αυτούς τους χαλεπούς καιρούς,  αφήνεσαι, γίνεσαι έρμαιο της έμπνευσης, που καβάλα στο δικό της άτι σ’ επισκέπτεται και σε κατακυριεύει,  και αποτυπώνεις στο χαρτί μύχιες σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα: ό,τι νιώθεις, ό,τι σε κατατρύχει, ό,τι σε πληγώνει, ό,τι σε συγκλονίζει ή σε εξοργίζει ή κάνει τη συνείδησή σου να επαναστατήσει. Και κάνεις τη δική σου επανάσταση με τις λέξεις, με τα 24 γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, που γίνονται ποίηση, πεζογραφία, στοχασμός, καταγγελτικός λόγος και ό,τι άλλο ήθελε  προκύψει.

Υπάρχουν καλά και κακά βιβλία; Ποια είναι η γνώμη σου;

Δεν είμαστε σίγουρα στην εποχή όπου καθετί που τυπώνεται στο χαρτί είναι αυθεντία, άρα ενέχει αυτοδικαίως το στοιχείο της αυτοαξίας και της αυτεπάγγελτης καταξίωσης.

Δεν εμποδίζει σήμερα κανένας οποιονδήποτε συγγραφέα να πληρώνει τους εκδότες και να εκδίδει  οποιοδήποτε βιβλίο-και πληρώνουν, δυστυχώς, οι πλείστοι συγγραφείς μας-και ακριβά μάλιστα, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, γιατί είμαστε μικρή αγορά και δεν συμφέρει στους εκδότες να αναλαμβάνουν όλο το κόστος μιας έκδοσης.

Οι  πωλήσεις είναι περιορισμένες και κανένας συγγραφέα δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην  με τα βιβλία του. Εκείνο που καταξιώνει ή  όχι ένα βιβλίο είναι η αποδοχή από τους αναγνώστες. Αν σου αρέσει ένα βιβλίο, αν σε ενθουσιάσει, γίνεσαι αυτόματα και αυτόβουλα  διαπρύσιος διαφημιστής και προωθητής του, ενώ αν όχι, απλά το εγκαταλείπεις στη μέση και το παραπετάς, για να καταλήξει με τον χρόνο στη λήθη και την  απαξίωση.

Για τα παιδικά βιβλία  θα πρέπει οι γονείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, γιατί είναι σημαντικό να ξέρουμε τι διαβάζουν τα παιδιά μας. Μπορούν οι γονείς να  βλέπουν οι ίδιοι τα βιβλία, να διαβάζουν τις περιλήψεις στο οπισθόφυλλο και να παρακολουθούν όσο γίνεται την εξέλιξη της λογοτεχνίας για παιδιά, ώστε να γνωρίζουν τους συγγραφείς και να διαλέγουν για τα παιδιά τους τα καλύτερα βιβλία,  τόσο από άποψη περιεχομένου και μηνυμάτων, όσο και από την άποψη της εικονογράφησης και της εκδοτικής αρτιότητας.

 

Οι Κύπριοι σε σύγκριση με το παρελθόν, διαβάζουν περισσότερο, ή λιγότερο και πού κατά τη γνώμη σου οφείλεται αυτό;

Σαφώς και διαβάζουν λιγότερο και αυτό καταδεικνύεται μέσα από σχετικές  έρευνες και στατισικές. Κι αυτή η τάση επηρεάζει δυστυχώς και τα παιδιά, ιδίως στο γυμνάσιο και το λύκειο. Στο Νηπιαγωγείο και στο Δημοτικό, με τη συστηματική δουλειά των νηπιαγωγών και των δασκάλων-αρκετοί από τους οποίους επιμορφώνονται διαρκώς μέσα από σεμινάρια φιλαναγνωσίας, τα παιδιά μαθαίνουν να αγαπούν τα βιβλία και να αφήνονται στον όμορφο και μαγικό ταξίδι των παραμυθιών και της λογοτεχνίας, μέσα από ποικίλες δράσεις στην καθημερινή διδακτική πράξη. Αυτό δεν γίνεται στη Μέση Εκπαίδευση, με αποτέλεσμα τα  παιδιά-αν η οικογένεια αδιαφορεί, να γίνονται έρμαιο των κινητών, των τάμπλετ και του διαδικτύου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (γλωσσική πενία, εσωστρέφεια,  συναισθηματική ένδεια, κτλ.).

 

Σε ποια εξελικτική φάση κρίνεις ότι βρίσκεται η λογοτεχνία στη χώρα μας; Υπάρχουν αξιόλογοι νέοι Κύπριοι  συγγραφείς;

Διαβάζοντας συνεχώς καινούργια  λογοτεχνικά βιβλία-ποίηση,πεζογραφία (και λόγω της συμμετοχής μου σε κριτικές επιτροπές λογοτεχνικών διγωνισμών),  αλλά και παρακολουθώντας θεατρικές παραστάσεις, νιώθω ιδιαίτερα αισιόδοξος για το μέλλον. Υπάρχουν αρκετοί νέοι συγγραφείς που έχουν δώσει αξιόλογα έργα σε όλα τα λογοτεχνικά είδη, περιλαμβανομένου και του θεάτρου..

Αυτό καταδεικνύεται και από τα δικά μας κρατικά βραβεία (της Κύπρου) αλλά και από πανελλήνιες και άλλες διεθνείς διακρίσεις των συγγραφέων μας, τόσο στον χώρο της λογοτεχνίας για μεγάλους όσο και στο πεδίο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, που ανθεί κυριολεκτικά σήμερα στον τόπο μας, κι έχουμε  ως Αραδίππου και τις δικές μας επιδόσεις (π.χ., Αναστασία Ξενοφώντος – Γαϊτάνου, Σάντη Αντωνίου κ.ά.).

Κώστα,  διαβάζοντας κάποιος τα έργα σου, μπορεί εύκολα να διακρίνει την καθαρότητα και απλότητα στη γραφή σου αλλά και την  αντικειμενική απόδοση της πραγματικότητας. Λες αυτά που θες να πεις χωρίς να περιαυτολογείς . Αυτό είναι κάτι που σε χαραχτηρίζει ή κάτι που το κατακτά κανείς μέσα από πολλή δουλειά με τα χρόνια.

Αναμφίβολα, η ορθή χρήση της γλώσσας, η απλότητα, η σαφήνεια και η καθαρότητα του λόγου και της γραφής, όπως και η αντικειμενική απόδοση της πραγματικότητας αποτελούν προϋποθέσεις που για μένα τουλάχιστον είναι πάρα πολύ σημαντικές και αναγκαίες. Γιατί μόνο έτσι αυτά που γράφουμε μπορούν να γίνονται από τη μια κατανοητά από τους αναγνώστες και από την άλλη να απεικονίζουν την αλήθεια των γεγονότων και όσων τεκταίνονται γύρω μας, ιδιαίτερα όταν γράφουμε για ιστορικά γεγονότα παρελθόντα και σύγχρονα.

«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»,  συμβουλεύει ο Ιησούς κι αυτό είναι μια βασική παράμετρος της ζωής μας που θα πρέπει να την έχουμε πάντα κατά νουν, όχι μόνο εμείς που γράφουμε αλλά όλος ο κόσμος. Καλλιεργούνται σίγουρα αυτές οι δεξιότητες με την πολύχρονη τριβή με τη γλώσσα και με τα λογοτεχνικά κείμενα, από τα οποία  έχουμε τόσα πολλά να αντλήσουμε και να ωφεληθούμε.

 

Η λογοτεχνία δεν έχει πατρίδα. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς διαβάζοντας το βιβλίο σου ‘’Της μοιρασμένης πατρίδας’’, εκδόσεις Ηλία Επιφανίου. Αναφέρεται σε μια πολιτισμική ταυτότητα και πώς αλληλοεπιδρά μέσα από τη λογοτεχνία. Μέσα από το έργο τους,  Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι λογοτέχνες εξυμνούν την Κύπρο. Ποιο μήνυμα θέλεις να δώσεις και πόσο αποδεκτή νομίζεις είναι αυτή η επίδραση στον κόσμο της Κύπρου, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους;

Είχα την ευκαιρία να διαβάσω αρκετά λογοτεχνικά βιβλία που γράφτηκαν με θεματικό επίκεντρο την κυπριακή τραγωδία του 1974 από Ελληνοκύπριους συγγραφείς αλλά και από Τουρκοκύπριους (μεταφρασμένα στα ελληνικά).

Κι είναι συγκλονιστικό πράγματι να διαπιστώνεις ενδιατρίβοντας σ΄αυτά τα κείμενα ότι ο πόνος των ανθρώπων είναι ο ίδιος, όταν ξεριζώνονται από πατρογονικές εστίες, όταν χάνουν αγαπημένα πρόσωπα κι όταν βιώνουν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο τις τραγικές συνέπειες του πολέμου. Το βλέπουμε άλλωστε και σήμερα στην Ουκρανία, στην Παλαιστίνη, στη Συρία και όπου αλλού η πολεμική παράνοια ταλανίζει και κατατρύχει τους απλούς ανθρώπους, που σε τίποτε δεν έφταιξαν και είναι πάντα τα αθώα θύματα.

Το μήνυμα που εκπηγάζει μέσα από τα κείμενα-βιβλιοαναφορές βασικά, που δημοσιεύονται στο βιβλίο μου «Της μοιρασμένης πατρίδας» είναι ξεκάθαρο: Δεν έχουμε άλλη επιλογή όσοι και όσες αγαπούμε αυτόν τον ευλογημένο τόπο από το να παλέψουμε μαζί, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι,  για την επανένωση της μοιρασμένης εδώ και μισό σχεδόν αιώνα μαρτυρικής μας πατρίδας και για την ειρηνική συνύπαρξη! Κάθε άλλη επιλογή θα είναι με μαθηματική ακρίβεια ολέθρια για τον τόπο και τον λαό μας. Δεν έχουμε την πολυτέλεια για άλλες περιπέτειες και δεινά, για άλλο πόνο!

 

Πέρα από τη συγγραφή ασχολείσαι με την επιμέλεια και την κριτική. Τί από όλα αυτά σε γοητεύει περισσότερο;

Με γοητεύει να γράφω-ποίηση και πεζογραφία, κι είναι αυτές οι στιγμές που αφήνεσαι ως συγγραφέας στις ορέξεις και τις επιταγές της έμπνευσης και της συγγραφής, οι πιο γοητευτικές. Είναι όμως γοητευτικό και το ταξίδι της ανάγνωσης λογοτεχνικών βιβλίων –που είναι για μένα μια πολύχρονη αγαπημένη καθημερινή συνήθεια, όπως είναι επίσης και η ενασχόληση με την κριτική αποτίμηση των λογοτεχνικών κειμένων, που οδηγεί στη συγγραφή κριτικών μελετημάτων. Κι έχω γράψει ως τώρα πάνω από 300 τέτοια μελετήματα, που αφορούν λογοτεχνικά έργα και λογοτέχνες της παιδικής και της ευρύτερης λογοτεχνικής δημιουργίας, όπως επίσης και της λαϊκής μας ποιητικής δημιουργίας.

Σε ποιους απευθύνεται η κριτική και ποιοι τη διαβάζουν;

Σίγουρα η κριτική της λογοτεχνίας δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη στον τόπο μας. Είμαστε μικρός τόπος και αναπόφευκτα περιοριζόμαστε συνήθως οι πιο πολλοί μελετητές σε μια συνολική αναφορά και αποτίμηση των λογοτεχνικών έργων που παρουσιάζουμε ή σχολιάζουμε, χωρίς συνήθως σε βάθος κριτική ανάλυση, που μπορεί να ενέχει και το στοιχείο της απόρριψης ενός έργου και όχι μόνο της ανάδειξης ή ακόμα και της ωραιοποίησης. Η κριτική είνα ένας τομέας στον οποίο έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε…

Μιλώντας για κριτική, πόσο αντικειμενική πιστεύεις μπορεί να είναι η κριτική ενός βιβλίου;

Αναμφίβολα, στον τόπο μας δεν ασκείται ίσως στον βαθμό που θα έπρεπε η κριτική με τον τρόπο που γίνεται στην Ελλάδα για παράδειγμα και σε άλλες χώρες.   Αλλά, σίγουρα,  όταν αναφέρεσαι σε ένα βιβλίο ως φιλόλογος-μελετητής, θα πρέπει να δώσεις την πραγματική διάσταση του περιεχομένου, της γλώσσας, των εκφραστικών τρόπων κτλ., με τη μέγιστη δυνατή αντικειμενικότητα, υποδεικνύοντας και τυχόν αδυναμίες αλλά  πάντα με τη δέουσα διακριτικότητα. Κι αυτό  κάνουμε οι περισσότεροι.

 

Ένας κριτικός λογοτεχνίας ασκεί κριτική πιο εύκολα ή πιο δύσκολα εάν και εφόσον ο ίδιος φέρει τον τίτλο του συγγραφέα;

Από τη στιγμή που κάποιος αποφασίσει να ασχολείται και με την κριτική της λογοτεχνίας δεν νομίζω να υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα ή ασυμβίβαστο επειδή είναι ταυτόχρονα και συγγραφέας. Εναπόκειται στον ίδιο να καθορίσει το πλαίσιο και το πεδίο της ενασχόλησής του, χωρίς αναστολές και παρωπίδες.

 

Η κριτική σε καταξιωμένα ονόματα συγγραφέων πιστεύεις ότι μπορεί να επηρεάσει τα κριτήρια του αναγνώστη;

Οι κριτικές  αναλύσεις λογοτεχνικών έργων καταξιωμένων συγγραφέων είναι οπωσδήποτε πολύ υποβοηθητικές τόσο για τους απλούς αναγνώστες όσο και για τους σπουδαστές και τους  μελετητές της λογοτεχνίας, για να κατανοήσουν καλύτερα τα  λογοτεχνικά κείμενα και να μπορέσουν να εμβαθύνουν  στο περιεχόμενο και στις άδηλες προθέσεις του συγγραφέα. Φυσικά, δεν θα επηρεάσει η οποιαδήποτε κριτική, αρνητική ή θετική, έναν επαρκή αναγνώστη ο οποίος έχει τα δικά του αναπτυγμένα κριτήρια και απλώς επιζητεί την επιβεβαίωση ή τη συμπλήρωσή τους μέσα από έγκυρες κριτικές αναλύσεις.

Πώς αλήθεια θα αντιδρούσες αν κάποιος ασκούσε αρνητική κριτική σε ένα από τα έργα σου ;  

Είναι σεβαστή κάθε άποψη και δεν πρέπει να μας στεναχωρεί, αλλά αντίθετα θα πρέπει μας προβληματίσει μια αρνητική κριτική, ώστε να βελτιωνόμαστε. Αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος της αντικειμενικής κριτικής.

Δεν βοηθούν κάποιον συγγραφέα να εξελιχθεί οι κολακείες και οι ψευδοέπαινοι για το συγγραφικό του έργο, ιδίως μάλιστα όταν γίνονται από γνωστούς και φίλους που ενδέχεται να μην  έχουν επαρκή γνώση της λογοτεχνίας και των κανόνων της κριτικής αποτίμησής της. Γενικά, όσον αφορά εμένα τουλάχιστον, η κριτική, όταν γίνεται καλόπιστα είναι καλοδεχούμενη.

Μετά από τόσα χρόνια, τι είναι για σένα η καταξίωση;

Δεν είναι κάτι που με απασχολεί. Άλλωστε, η καταξίωση έρχεται από μόνη της στην ώρα της ως αναγνώριση μιας πολύχρονης επίμοχθης προσπάθειας. Δεν μας χαρίζεται. Όπως είχε πει και ο Τολστόι, «γίνε ήλιος για να σε δουν». Μας ικανοποιεί όμως, αναντίλεκτα η αναγνώριση του έργου και της προσφοράς μας από το Κράτος και άλλους πολιτιστικούς φορείς.

Η απονομή  πρόσφατα.  π.χ., σ’ εμένα  του Βραβείου Συνολικής Προσφοράς στα Γράμματα και τον Πολιτισμό, στη μνήμη Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη (2021) από την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου, ομολογώ ότι  ήταν μια σημαντική τιμή και καταξίωση, αλλά και μια ώθηση για περαιτέρω δράση και προσφορά.

Μίλησέ μας για την τελευταία σου δουλειά και τα μελλοντικά σου σχέδια.

Πολύ πρόσφατα έχω ολοκληρώσει την επιμέλεια για τα  ποιητικά άπαντα του αείμνηστου φίλου ποιητή Στέφανου Ζυμπουλάκη (1941-2019). Ο τόμος, που   υπερβαίνει τις 500 σελιδες,  κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μια άρτια έκδοση με τη σφραγίδα του Τυπογραφείου Νεγκρέσκο, με τίτλο «Θα ξανάρθω Φαμακούστα-Ποιητικά Άπαντα». Εκδόθηκε με δαπάνες  του Ιδρύματος Χριστίνα Αποστολου και περιλαμβάνει τις εννιά ποιητικές συλλογές του Ζυμπουλάκη όπως ακριβώς είχαν εκδοθεί στο διάστημα 1965-2000, όπως επίσης και αδημοσίευτα ποιήματα. Η  παρουσίαση του τόμου θα γίνει σε φιλολογικό μνημόσυνο του ποιητή,  στις 14 Οκτωβρίου 2022, στο Δημοτικό Θέατρο Λάρνακας.

Μελλοντικά σχέδια πάντα υπάρχουν. Ολοκληρώνω-θεού θέλοντος, ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να χαρακτηρίστεί ως μυθιστορηματική μαρτυρία, ενώ έχω στα σκαριά και αρκετά άλλα κι ίσως σύντομα ένα καινούργιο  βιβλίο με λογοτεχνικά δοκίμια για τον Κώστα Μόντη και άλλους Κύπριους λογοτέχνες,  ένα βιβλίο για τη λαϊκή ποίηση,  μελετήματα για την παιδική λογοτεχνία  κ.ά.

Πριν να κλείσουμε τη συνέντευξή μας μίλησε μας για την καθημερινότητά σου. Δεν νομίζω να είμαι η μόνη που αναρωτιέται αν έχεις ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή σου ώστε να ασχοληθείς με κάτι που σε βοηθάει να ξεφεύγεις λίγο από τα…βιβλία.

Είναι αλήθεια πως,  αν και έχει περάσει καιρός από τότε που συνταξιοδοτήθηκα ύστερα από μια 38χρονη θητεία στη δημόσια εκπαίδευση-δημοτική και μέση, αφιερώνω αρκετό από τον χρόνο μου σε διάφορες δράσεις-πολιτιστικές ως επί  το πλείστο και ασχολούμαι ταυτόχρονα με τη συγγραφή, ενώ διαβάζω ταυτόχρονα ελληνική και ξένη λογοτεχνία, εφημερίδες ακόμα (έντυπες και διαδικτυακές). Ακούω όμως και μουσική,  πάω θέατρο και σε εκδηλώσεις πολλές και διάφορες.

Κάνουμε ακόμα καθημερινούς περιπάτους με τη σύζυγό μου Αναστασία στη Ριζοελιά, πάμε θάλασσα για κολύμπι τα πρωινά όταν ο καιρός είναι καλός, κάνουμε εκδρομές και ταξίδια στην Αγγλία, όπου διαμένουν τα παιδιά μας, αλλά και αλλού, με διάφορες ευκαιρίες (συνέδρια, οργανωμένες εκδρομές κ.ά.).

Μου αρέσει επίσης η κηπουρική και ασχολούμαι τόσο στον κήπο του σπιτιού μας,  όσο και σε ένα κτήμα που έχουμε στην περιοχή των Λευκάρων ( με ελιές, συκιές και λίγα εσπεριδοειδή), όπου καταφεύγουμε-όχι τόσο συχνά-δυστυχώς,  για να ποτίσουμε και να περιποιηθούμε τα δέντρα και τα φυτά. Κι αυτό είναι κάτι που με ξεκουράζει αφάνταστα. Είναι μια πραγματική όαση να βρίσκεσαι ανάμεσα σε δέντρα, ν’ακούς κελάδημα πουλιών και να σε ξετρελαίνουν το καλοκαίρι τα τζιτζίκια! Γαληνεύει εκεί, στ’αλήθεια  η ψυχή…

Η αλήθεια είναι πως είμαι πολυάσχολος κι έχω την αίσθηση πως δεν με αρκεί ο χρόνος για να κάνω όλα αυτά που θέλω και ονειρεύομαι. Αλλά, φυσικά, μια και  το 24ωρο έχει είκοσι τέσσερις ώρες, με καλό καθημερινό προγραμματισμό όλα γίνονται!

 

Σ ευχαριστώ πολύ Κώστα για το χρόνο σου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Accept Read More