Οι περισσότεροι Αραδιππιώτες γνωρίζουμε καλά τον κ. Ανδρέα Ζ. Αβραάμ. Οι θύμησές μας τον συνδέουν με το λεωφορείο του να μας μεταφέρει και να μας οδηγεί με ασφάλεια σε εκατοντάδες εκδρομές σε όλη την Κύπρο, δημιουργώντας υπέροχες αναμνήσεις των παιδικών, αλλά και των μεγαλύτερων μας χρόνων.
Οι αναμνήσεις όμως του κ. Ανδρέα Αβραάμ περικλείουν πολλά περισσότερα και κυρίως τη δράση του στον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ 55-59, καθώς και τη συγκλονιστική γνωριμία του με τους ήρωές μας που θυσίασαν την ζωή τους για την ελευθερία του τόπου μας.
Ένα Σαββατιάτικο πρωινό, έχοντας μαζί του πολύτιμα ιστορικά αντικείμενα και φωτογραφίες από τη ζωή του, κάθισε απέναντί μου και ξεκίνησε την διήγησή του.
Η οικογένεια μου
Είμαι ο Ανδρέας Ζ. Αβραάμ. Γεννήθηκα στην Αραδίππου στις 22 Οκτωβρίου 1929. Πατέρας μου ήταν ο Ζαχαρίας Αβραάμ και μητέρα μου η Μαρίτσα Πάτσαλου. Ο πατέρας μου ασχολείτο κυρίως με την γεωργία, την κτηνοτροφία και την εμπορία ζώων. Τον θυμάμαι να ταξιδεύει μέχρι τον Απόστολο Ανδρέα για αγοραπωλησίες ζώων. Ο Θεός ευλόγησε τους γονείς μου να αποκτήσουν οκτώ παιδιά. Την Ελένη, την Χρυστάλλα, τον Αβραάμ, τον Μηνά, τον Θεόδουλο, εμένα τον Ανδρέα, τον Παρασκευά και τον Νίκο.
Τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια
Ξεκίνησα το δημοτικό σχολείο και το ακολούθησα μέχρι την Γ’ τάξη. Οι ανάγκες της οικογένειας με ανάγκασαν να σταματήσω τη φοίτησή μου για να βοηθήσω την οικογένεια στις γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες, όπως πολλά παιδιά έκαναν εκείνη την εποχή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα ταξίδια με τον πατέρα μου σε όλη την Κύπρο. Πολλές ήταν οι φορές που ερχόμασταν αντιμέτωποι με την αφόρητη ζέστη το Καλοκαίρι, το κρύο, τις βροχές και τις λάσπες το Χειμώνα. Θυμάμαι επίσης το φτωχικό «μπούκωμα» που μας ετοίμαζε η μάνα μας στη «βούρκα» για το δρόμο. Λίγο ψωμί και λίγες ελιές. Αυτό ήταν όλο κι όλο.
Η τέχνη του ράφτη
Ομολογώ ότι το επάγγελμα του πατέρα δεν μου άρεσε και έτσι στα εφηβικά μου χρόνια αποφάσισα να μάθω μια τέχνη η οποία θα με βοηθούσε μεγαλώνοντας να βγάζω τα προς το ζην. Ο δρόμος με οδήγησε γύρω στα 15 μου χρόνια προς την Λάρνακα, όπου κοντά σε ένα «μάστρο» από την Άσσια ξεκίνησα μαθήματα ραπτικής.
Η μαθητεία μου εκεί κράτησε γύρω στα έξι χρόνια και μόλις ολοκληρώθηκε άνοιξα το δικό μου ραφτάδικο στην Αραδίππου. Άρχισα λοιπόν να ράβω ανδρικά ρούχα, όπως παντελόνια, πουκάμισα και κυρίως φορεσιές για τις ειδικές περιστάσεις της εποχής. Ήμασταν τότε αρκετοί ράφτες, όπως ο Χρίστος του μουχτάρη, ο Μιχαλάκης του Ρωτοκλή, ο Κώστας ο ράφτης, ο Ανδρέας ο ράφτης και αρκετοί άλλοι. Εργασία υπήρχε για όλους, αφού οι απαιτήσεις της εποχής όσον αφορά τα υλικά αγαθά ήταν πολύ λίγες. Μια κατσαρόλα με φασόλια αρκούσε για όλη την οικογένεια για αρκετές ημέρες.
Ο αρραβώνας και ο γάμος
Στα 22 μου χρόνια, νωρίς όπως τότε συνηθιζόταν, αρραβωνιάστηκα με την Έλλη Λουκή. Γονείς της ήταν Λουκής Παναγή και η Χρυσή Μιχαήλη. Δυο χρόνια αργότερα το 1953 παντρευτήκαμε αποκτώντας συνολικά πέντε παιδιά. Την Χρυσούλα, τον Λούκα, τον Ζαχαρία, τον Πανίκο και τον Μάριο. Τα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου ήταν πολύ ευτυχισμένα. Λίγο όμως αργότερα η εμπλοκή μου στον Απελευθερωτικό Αγώνα γέμισε έννοιες, προβλήματα και αγωνίες τόσο εμένα όσο και την οικογένειά μου.
Η εμπλοκή μου στον Απελευθερωτικό Αγώνα 55-59
Η εμπλοκή μας στον αγώνα ήταν άμεση. Ως νέοι τότε στην Αραδίππου αρχικά αναμειχθήκαμε στην Ο.Χ.Ε.Ν (Ορθόδοξη Χριστιανική Οργάνωση Νέων). Στην Ο.Χ.Ε.Ν άρχισε η προετοιμασία και η μύησή μας στην ΕΟΚΑ. Εκπαιδευτές μας ήταν ένας δάσκαλος με το όνομα Σπανός, ο Ματθαίος Χατζηματθαίος κ. ά. Ξεκινήσαμε με διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες και άλλες αντιδράσεις που σταδιακά μας κατέταξαν στους ταραξίες της εποχής, με αποτέλεσμα να αποκτήσουμε προσωπικό φάκελο, ο οποίος εμπεριείχε τις αξιόποινες πράξεις που του απέδιδαν στον καθένα από εμάς ξεχωριστά.
Οι ενέργειες μου αυτές και η εμπλοκή μου στην ομάδα οδήγησαν τελικά στη σύλληψή μου και την μεταφορά μου στα κρατητήρια, με την κατηγορία ότι στο σπίτι μου κατασκευάζονταν χειροβομβίδες, γεγονός το οποίο ήταν ψευδές και κατασκευασμένο.
Η σύλληψή μου τον Σεπτέμβριο του 56 ήταν επεισοδιακή, αφού έγινε στις 1.30 π. μ. τα ξημερώματα και αποτέλεσε μια τραυματική και έντονη εμπειρία, τόσο για εμένα όσο και για τη γυναίκα μου που τότε μόλις είχε γεννήσει το πρώτο μας παιδί. Μόλις με συνέλαβαν μου πέρασαν χειροπέδες, με έβαλαν στο αυτοκίνητο που βρισκόταν απέξω και ξεκίνησαν τον έλεγχο στο σπίτι, ψάχνοντας για στοιχεία.
Αυτό που έσωσε την οικογένεια μου και τους οδήγησε τελικά να αποχωρήσουν ήταν κάποιοι πίνακες της βασιλικής οικογένειας της Αγγλίας δώρο από τον μακαρίτη τον πεθερό μου.
Τους πίνακες τους είχε λάβει από το τότε διοικητήριο ως αμοιβή για την εργασία του κατά την διάρκεια του πολέμου του 40. Το γεγονός αυτό είχε καταγραφεί στον φάκελο μου ως υπερασπιστικό στοιχείο για το άτομο μου.
Η μεταφορά μου με άλλους κρατουμένους στις Κεντρικές Φυλακές
Όταν μεταφέρθηκα στις Κεντρικές Φυλακές, είδα 30 περίπου άτομα, τα οποία είχαν συλληφθεί το ίδιο βράδυ όπως και εγώ. Από τη Λάρνακα ήταν τα αδέλφια Παύλος και Νίκος Παρτέλλα, ο Φιλιαστίδης, ο Παρσών και αρκετοί άλλοι. Πρώτη ενέργειά τους ήταν να μας βγάλουν φωτογραφία και να μας δώσουν νούμερο κρατουμένου. Το δικό μου νούμερο, προσωπικό μου παράσημο ήταν το DP41. Στην συνέχεια του Αγώνα όταν επανασυνελήφθηκα απέκτησα και δεύτερο νούμερο. Ακολούθως μας μοίρασαν σε κελιά των 4 ατόμων.
Συγκρατούμενοι μου ήταν ο Γιώργος Γιωργούδης από την Ζώδια και δύο αδέλφια από τον Λυθροδόντα, ο Αριστείδης και ο Κωνσταντής. Τα υπάρχοντά μας ήταν όλα κι όλα τέσσερα ξύλα – τάβλες, τα οποία χρησιμοποιούσαμε ως κρεβάτι και τέσσερεις κουβέρτες. Εκεί στις κεντρικές φυλακές, δίπλα από την αγχόνη ορκίστηκα από τον συναγωνιστή και ήρωα Μάρκο Δράκο που βρισκόταν ήδη εκεί ως αιχμάλωτος.
Σύντομα αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε τόσο για τις απάνθρωπες συνθήκες, όσο και για την επιθυμία μας να δικαστούμε, έτσι ώστε να αποδειχθούν οι αξιόποινες πράξεις που μας αποδίδονταν. Ένα βράδυ στα πλαίσια των διαμαρτυριών μας. βάλαμε φωτιά και κάψαμε ότι είχαμε και δεν είχαμε στο κελί μας. Στις Κεντρικές Φυλακές παρέμεινα για δύο περίπου μήνες. Οι συνθήκες καθαριότητας και σίτισης ήταν ανύπαρκτες και ακατάλληλες για οποιανδήποτε ανθρώπινη ύπαρξη.
Το γεγονός αυτό της αναστάτωσης που προκάλεσε η φωτιά στα κελιά μας, ήταν η αιτία μεταφοράς πολλών από εμάς στο φρούριο της Κερύνειας. Λίγο πριν μας μεταφέρουν εκεί, η γυναίκα μου σε μια επίσκεψή της μου ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη του δεύτερου μας παιδιού.
Κρατούμενοι στο Φρούριο της Κερύνειας
Το φρούριο της Κερύνειας ήταν ένας χώρος με χώμα στο πάτωμα, με τις ίδιες άθλιες συνθήκες διαβίωσης όπως και στις Κεντρικές Φυλακές. Διευθυντής εκεί ήταν ο Άιρον και Υποδιευθυντής κάποιος Φωπς, Σκωτσέζος στην καταγωγή. Συγκρατούμενοί μου ήταν ο μεγάλος μας ήρωας Μάρκος Δράκος, ο Πέτρος Στυλιανού και πολλοί άλλοι. Οι διαμαρτυρίες, ο εθνικός ύμνος και τα πατριωτικά τραγούδια συνεχίστηκαν και εκεί, ώσπου ένα γεγονός άλλαξε και πάλι το δρόμο της μοίρας μας.
Δεκαέξι συναγωνιστές μας, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μορφωμένοι, ζήτησαν να μεταφερθούν σε ένα άλλο δωμάτιο που υπήρχε στο φρούριο, έτσι ώστε να απομονωθούν και να μπορέσουν να συνεχίσουν την μελέτη τους για τις ακαδημαϊκές τους σπουδές. Η παράκλησή τους σύντομα ικανοποιήθηκε.
Η επιθυμία τους όμως αυτή δεν ήταν παρά μόνο μια πρόφαση, έτσι ώστε σύντομα να βρουν την ευκαιρία και να αποδράσουν. Ένα βράδυ λοιπόν, που οι υπόλοιποι είχαμε στήσει γλέντι με χορούς και τραγούδια, οι 16 συναγωνιστές μας χρησιμοποιώντας σεντόνια ως σκοινιά, απέδρασαν από το κάστρο με μοναδικό σκοπό να συνεχίσουν τον αγώνα. Πρώτος απέδρασε ένας γεροδεμένος άντρας που λεγόταν Πέτρος Παπαϊωάννου, ο οποίος ήταν και αυτός που λόγω της μεγάλης του μυϊκής δύναμης κατάφερε να ανοίξει την σιδεριά που κρατούσε κλειστό το παράθυρο διαφυγής τους. Σταδιακά ακολούθησαν και οι άλλοι, παίρνοντας μαζί τους την Αγία Γραφή, το βιβλίο που ο περισσότεροι κρατούμενοι είχαμε στην κατοχή μας. Για κακή τους αλλά και κακή μας τύχη, λίγο αργότερα τα σεντόνια που χρησιμοποίησαν πήραν φωτιά από ένα αποτσίγαρο του φρουρού που βρισκόταν στην οροφή του κάστρου. Οι Άγγλοι γρήγορα εντόπισαν κενό το δωμάτιό τους και ανακάλυψαν την απόδρασή τους. Όπως ήταν φυσικό σήμανε συναγερμός και ξεκίνησαν οι ανακρίσεις, το άγριο ξύλο και τα βασανιστήρια σε όλους εμάς τους υπολοίπους.
(Σημάδια εκείνης της κακοποίησης ο κύριος Ανδρέα ακόμη κουβαλά και στο κορμί και στην ψυχή του). Κάποιοι από αυτούς όπως ο Πέτρος Στυλιανού αργότερα, «Υφυπουργός παρά τω Προέδρω», και ο Ρωσσίδης προσπάθησαν να βρουν μεταφορικό μέσο για να διαφύγουν.
Σύντομα όμως συνελήφθησαν, αφού η δικαιολογία ότι πήγαν να δουν σινεμά δεν έπεισε τους Άγγλους όταν τους εντόπισαν. Εκεί η ομάδα των 16 διαλύθηκε. Άλλοι κατάφεραν να διαφύγουν, άλλοι προδόθηκαν και άλλοι αιχμαλωτίστηκαν και πάλι.
Οι διαμαρτυρίες όλων των κρατουμένων συνεχίζονταν με ιδιαίτερη ένταση, αφού μας κρατούσαν αιχμάλωτους για καιρό, χωρίς να μας προσάπτουν κατηγορίες.
Ψάχνοντας απεγνωσμένα διάφορους τρόπους αντίδρασης, αποφασίσαμε τότε να προχωρήσουμε σε απεργία πείνας. Η απεργία πείνας κράτησε για αρκετές ημέρες και μας εξουθένωσε τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά. Αναγκαστήκαμε τελικά να σταματήσουμε, αφού μας απείλησαν ότι θα μας τάιζαν με το ζόρι από τη μύτη, δένοντας μας τα χέρια πισθάγκωνα.
Ο χρόνος περνούσε και η κατάσταση παρέμενε στάσιμη.
Η παραμονή μας στο φρούριο της Κερύνειας διήρκησε τρεις περίπου μήνες. Επόμενος σταθμός αιχμαλωσίας μας τα κρατητήρια στην Κοκκινοτριμιθιά.
Κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς
Η αιχμαλωσία στην Κοκκινοτριμιθιά συνεχίστηκε για τρεις ακόμη μήνες. Σε κάθε δωμάτιο μέναμε 30 περίπου άτομα. Από την αιχμαλωσία μου εκεί θυμάμαι πολλούς συναγωνιστές, όπως την οικογένεια Κότσαπα από την Λεμεσό, τον μεγάλο μας ήρωα Κυριάκο Μάτση, τον Γιάγκο και τον Μάκη Γιωργάλλα από τον Μαραθόβουνο και πολλούς άλλους. Η σκληρή ανάκριση ήταν καθημερινή με αντίτιμο ελευθερία και χρήματα, εάν ομολογούσαμε μυστικά της Οργάνωσης. Κανείς όμως από εμάς δεν ομολόγησε και δε λύγισε. Ο όρκος της ΕΟΚΑ ήταν ιερός. Μετά το πέρας των τριών μηνών και αφού δεν στοιχειοθετήθηκε απέναντί μου υπόθεση στο δικαστήριο, ήρθε επιτέλους η πολυπόθητη ημέρα της απελευθέρωσής μου.
Το θαύμα του Αποστόλου Λουκά
Σε όλη τη διάρκεια της αιχμαλωσίας μου η σύζυγός μου παρέμενε μόνη της το σπίτι μαζί με την κόρη μας, διανύοντας την δεύτερή της εγκυμοσύνη. Ένα βράδυ ονειρεύτηκε πως πήγε στην ράφτρα της γειτονιάς να ράψει ένα φουστάνι. Μαζί της είχε και τη μικρή μας κόρη, η οποία διέφυγε της προσοχής της και βγήκε στο δρόμο. Η σύζυγος μου έτρεξε στο δρόμο να πάρει το παιδί και εκεί είδε ένα καβαλάρη πάνω σε ένα βόδι να είναι κοντά στην κόρη μας. Η σύζυγός μου άρχισε να διαμαρτύρεται και να λέει ότι το παιδί κινδύνευε, ενώ ο σύζυγός της ήταν κρατούμενος στο φρούριο της Κερύνειας. Τότε ο καβαλάρης της είπε: “Μη φοβάσαι!
Είμαι ο Απόστολος Λουκά και ο άντρας σου θα ελευθερωθεί σύντομα». Ο Άγιος αφού την καθησύχασε, της ζήτησε όταν με το καλό γεννήσει να δώσει το δικό του όνομα του (Λουκά ή Λουκία) στο παιδί. «Όπερ και εγένετο». Τρεις μήνες αργότερα επήλθε η πολυπόθητη απελευθέρωση από τα κρατητήρια της Κοκκινοτριμιθιάς. Την ημερομηνία ακριβώς που ανάφερε με το θαύμα του ο Απόστολος Λουκάς.
Η απελευθέρωση που τέλειωσε πριν καν αρχίσει
Όταν επιτέλους απολύθηκα και πριν προλάβω να χαρώ την ελευθερία μου, ο μακαριστός Ματθαίος Χατζηματθαίος, μου έδωσε οδηγίες να πάω στην Λεμεσό για να μεταφέρω ένα μήνυμα γραμμένο σε χαρτάκι για τον αγώνα σε κάποιο μέλος της οργάνωσης. Προσπάθησα να βρω τρόπο να μεταβώ, πράγμα δύσκολο για την εποχή αφού δεν υπήρχε εύκολη συγκοινωνία. Η ευκαιρία δόθηκε όταν ο Παύλος Ευαγγελίδης, θείος του σημερινού μας Δημάρχου, Ευάγγελου Ευαγγελίδη, ο οποίος είχε μόλις έρθει από την Αφρική. Προθυμοποιήθηκε να με πάρει μαζί του στην Λεμεσό, αφού και εκείνος είχε εκεί κάποια εργασία. Στο δρόμο όμως, για κακή μας τύχη, πέσαμε σε μπλόκο Εγγλέζων. Αμέσως έβαλα το χαρτάκι με το μήνυμα στο στόμα μου και το κατέστρεψα. Μόλις αντελήφθησαν κατά τον έλεγχο ότι ήμουν μαυροπινακισμένος λόγω της προηγούμενης αιχμαλωσίας μου, ξεκίνησαν να με χτυπούν ανελέητα.
Με μετάφεραν σε αστυνομικό τμήμα στην Λεμεσό όπου συνέχισε η ανάκριση και το ξύλο. Δυστυχώς είχα παραλείψει εκείνη την ημέρα ως όφειλα κατά την απελευθέρωση μου, να παρουσιαστώ στον αστυνομικό σταθμό και να δηλώσω την παρουσία μου. Νοουμένου όμως ότι άλλα επιβαρυντικά στοιχεία δεν βρέθηκαν πάνω μου εκείνη την μέρα, αναγκάστηκαν να με αφήσουν ελεύθερο. Λίγο όμως αργότερα και χωρίς πολλές εξηγήσεις με συνέλαβαν και πάλι και με έστειλαν στα κρατητήρια της Πύλας μαζί με άλλους Αραδιππιώτες όπως τον Χατζηματθαίο, τον Κώστα Πύργο, τον Ανδρέα τον Ράφτη, τον Σκέττο και αρκετούς άλλους.
Κρατητήρια Πύλας – Kαι κρατούμενος και κουρέας
Στην Πύλα συνωστιζόμασταν 50 άτομα σε κάθε δωμάτιο. Οι έλεγχοι τόσο των κρατουμένων, όσο και των επισκέψεων που είχαμε, ήταν ιδιαίτερα αυστηροί. Μια μέρα ζητήθηκε από τους Άγγλους όποιος ήταν κουρέας να αναλάβει το κούρεμα των κρατουμένων επί πληρωμή. Οι 25 λίρες που πλήρωναν ήταν ένα πολύ καλό ποσό και έτσι αφού κάτι ήξερα από αυτή την τέχνη, καθώς κούρευα όλα μου τα αδέλφια, προθυμοποιήθηκα να εργαστώ. Όλα τα σύνεργα τα οποία χρησιμοποιούσα τότε τα κρατώ μέχρι σήμερα κοντά μου και τα παραθέτω πιο κάτω ως φωτογραφικό υλικό.
Ξεκίνησα λοιπόν την εργασία μου εκεί ως «αιχμάλωτος κουρέας». Ο καιρός περνούσε και σιγά-σιγά ο Αγώνας έμπαινε στην τελική ευθεία. Λίγο πριν το τέλος του Αγώνα, σε μια περίοδο ανακατατάξεων, επήλθε επιτέλους η απελευθέρωσή μου. Στην αιχμαλωσία και στα κρατητήρια πέρασα συνολικά δυόμιση με τρία χρόνια.
Τελευταίες σκέψεις για τον αγώνα 55 -59
Για μας δεν υπήρχε τίποτα πιο ιερό από τον αγώνα. Οι οικογένειες, οι σύζυγοι, τα παιδιά και η εργασία μας, έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Το μόνο που είχαμε στο μυαλό μας ήταν η ανεξαρτησία της πατρίδας μας. Αυτές οι σκέψεις είχαν ποτίσει την ψυχή μας και αποτελούσαν ύψιστο μας σκοπό. Αν με ρωτούσε σήμερα κάποιος αν άξιζε ο Αγώνας και η θυσία τόσων παλληκαριών, θα έλεγα με βεβαιότητα ΝΑΙ!!!
Η επιστροφή στην κανονικότητα και η ενασχόληση με το λεωφορείο
Επιστρέφοντας πίσω βρήκα τη σύζυγό μου με δυο μικρά παιδιά να με περιμένουν. Ήταν πια ο καιρός να συνεχίσω τη ζωή μου μαζί με την οικογένειά μου. Η Κύπρος βρισκόταν σε μια περίοδο φτώχειας και αβεβαιότητας. Η ραπτική αποτελούσε για μένα παρελθόν, αφού αντικείμενο εργασίας δεν υπήρχε. Επέλεξα λοιπόν να συνεχίσω το εμπόριο ζώων μαζί με τον πατέρα μου. Είχα παράλληλα ένα αυτοκίνητο, με το οποίο μετέφερα γυναίκες από την Αραδίππου στα Κοκκινοχώρια για το μάζεμα των πατατών. Διαμόρφωσα έτσι το αυτοκίνητό μου σε ένα μικρό λεωφορείο και ξεκίνησα τις διαδρομές. Σταδιακά πήρα ένα μεγαλύτερο και τα ταξίδια και οι εκδρομές σε όλη την Κύπρο έγιναν μέρος της ζωής μου. Εργαζόμουν μόνος και επέλεξα να μην ενταχθώ σε κάποια από τις εταιρείες που υπήρχαν, θέλοντας να διατηρήσω την ανεξαρτησία μου. Ταξίδεψα σε όλη την Κύπρο με ομάδες Αραδιπιωτών, αθλητών, επαγγελματιών, ξένων και ντόπιων, σε εκατοντάδες προορισμούς.
Μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου ήταν και οι εκδρομές σε διάφορα μοναστήρια της Κύπρου, όπως στην Παναγία του Κύκκου, στον Απόστολο Ανδρέα, στον Χρυσοσώτηρο στην Ακανθού και στην Τροοδίτισσα. Αρκετές ήταν οι φορές που τα λεωφορεία, παλιάς τεχνολογίας όπως ήταν, παρουσίαζαν προβλήματα. Με υπομονή όμως τόσο από εμένα, όσο και από τους επιβάτες, όλα τα ταξίδια είχαν αίσιο τέλος.
Παράλληλα με το λεωφορείο δημιούργησα και μια εταιρεία επεξεργασίας δερμάτων με την οποία ασχολήθηκαν κάποια από τα παιδιά μου. Όλη μου η ζωή ένας αγώνας για την ελευθερία, την πατρίδα και την επιβίωση.
Είμαι πλέον 92 χρονών. Χαίρομαι το τελευταίο κομμάτι της ζωής μου μαζί με την σύζυγό μου, τα πέντε παιδιά μου, τα δεκατρία μου εγγόνια και τα δεκατρία μου δισέγγονα.
Η συζήτηση με τον κ. Ανδρέα, όπου ο ίδιος μέσα σε δυο μόλις ώρες κατάφερε να ζωγραφίσει το πλαίσιο της πολυτάραχης ζωής του, έφθασε στο τέλος της. Τον ένιωσα να κουράζεται από την έντονη διήγηση και τις ζωντανές αναμνήσεις που ξύπνησαν μέσα από την κουβέντα μας. Μου παραδίδει με συγκίνηση φωτογραφίες και ιστορικά αντικείμενα του Αγώνα, τα οποία παραθέτω πιο κάτω ως ζωντανά τεκμήρια της πορείας του μέσα στο χρόνο.
Σημαντικά και πολύτιμα τόσο για τον ίδιο όσο και για εμάς ως χωριανούς του, ως συμπατριώτες του. Υπόσχομαι ότι θα τα καταγράψω με προσοχή και θα τα επιστρέψω πίσω σύντομα.
Αποχαιρετιζόμαστε.. λέμε στο επανιδείν για συνέχεια της κουβέντας μας. Για όλα αυτά που θα θυμηθεί, θα ανασύρει από τα βάθη της ψυχής του και θα θέλει να καταγράψουμε τις ημέρες που έπονται. Στο επανιδείν, λοιπόν κύριε Ανδρέα!! Οι ωραίες και σημαντικές συζητήσεις δεν τελειώνουν εξάλλου εύκολα.
Ο Θεός να σε έχει πάντα καλά!!