Μια συνομιλία με τον Κώστα Κατσώνη
Λίγες μέρες μετά την κηδεία του αείμνηστου ήρωα συζύγου της Νίκου Κυριάκου Κακή, που έγινε στις 13 Ιουνίου 2021 από τον Ιερό Ναό Αποστόλου Λουκά, είχαμε την ακόλουθη συνομιλία με την Έλλη Ζαπτιέ-Κακή, την ηρωίδα σύζυγο και μάνα, που για 47 ολόκληρα χρόνια σήκωνε τον δικό της σταυρό. Me υπομονή, βαθιά πίστη και προσευχή, δεν έχασε ποτέ τις ελπίδες της ότι θα γύριζε κάποτε κοντά της ζωντανός ο αγαπημένος της σύζυγος, ο Νίκος της, «ο λεβέντης τη», όπως με λυγμούς τον αποκαλούσε κατά την εξόδιο ακολουθία, που τόσο άδικα χάθηκε σ’ εκείνον τον προδομένο και άδικο πόλεμο του 1974.
Όλα άρχισαν στις 15 Ιουλίου 1974 όταν η επαίσχυντη Χούντα των Αθηνών και η παράνομη-εγκληματική ΕΟΚΑ Β’ οργάνωσαν το προδοτικό πραξικόπημα με στόχο την ανατροπή του νόμιμα εκλεγμένου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μκαρίου Γ΄. Κι άνοιξαν έτσι διάπλατα οι κερκόπορτες για να εισβάλει στο νησί μας σχεδόν ανενόχλητος ο τουρκικός Αττίλας και να κατακτήσει το βόρειο μέρος του νησιού μας, προκαλώντας στον τόπο και τον λαό μας μια ανείπωτη τραγωδία, τις συνέπιες της οποίας βιώνουμε ίσαμε σήμερα (πρόσφυγες, νεκροί, αγνοούμενοι, αιχμάλωτοι, εγκλωβισμένοι κ.λπ.).
Η Τουρκική Εισβολή άρχισε στις 20 Ιουλίου 1974 και ολοκληρώθηκε στις 14 Αυγούστου. Στο κάλεσμα της πατρίδας έτρεξαν τα παλικάρια μας κι ανάμεσά τους ο αείμνηστος Νίκος, πατέρας τεσσάρων ανήλικων παιδιών και με έγκυο γυναίκα. Κι όπως λέχθηκε αργότερα, θα μπορούσε, αν ήθελε, να μείνει πίσω, να πάρει απαλλαγή ως προστάτης πολύτεκνης οικογένειας. Όμως, ο Νίκος δεν μπορούσε να διανοηθεί κάτι τέτοιο.
Το καθήκον της πατρίδας τον καλούσε και δεν του ήταν μπορετό να κάνει πίσω. Κατατάχτηκε μαζί με τους άλλους φίλους και συγχωριανούς του στις 20 Ιουλίου 1974 και από τον Αύγουστο του 1974 ήταν αγνοούμενος. Θεάθηκε για τελευταία φορά στην περιοχή Παλαικύθρου.
Το 2020 διακριβώθηκε η τύχη του μετά την ταυτοποίηση των οστών του και τάφηκε το 2021 στη γενέτειρά του Αραδίπου με τις δέουσες τιμές. Την ιστορία του ήρωα και ως πρόσφατα αγνοούμενου Νίκου Κακή και το δράμα της οικογένειάς του ξετυλίγει με πόνο, πίκρα, παράπονο αλλά και με οργή ενίοτε η ηρωίδα μάνα και σύζυγος Έλλη στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Μίλησέ μας, αγαπητή Έλλη, για τους γονείς, την οικογένεια, τη γειτονιά σου και τα πρώτα παιδικά χρόνια.
Γεννήθηκα στην Αραδίππου. Γονείς μου ήταν ο Μιχάλης Κωστή Ζαπτιέ και η Μυροφόρα Χριστοδούλου Τσιαμπάρτα. Ήμασταν οχτώ αδέρφια: τέσσερα αγόρια (Χριστόδουλος, Κώστας, Ελευθέριος, Πέτρος) και τέσσερα κορίτσια (Παντελίτσα, Μαρία, Χρυστάλλα κι εγώ). Ήμουν η δευτερότοκη. Φοίτησα στο Δημοτικό Σχολείο Αραδίππου. Ήθελα να πάω και γυμνάσιο, γιατί ήμουν καλή μαθήτρια. Έπρεπε όμως να δουλέψω, να βοηθήσω την οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν γεωργο-κτηνοτρόφος κι οι καθημερινές δουλειές ήταν πολλές και δύσκολες. Επειδή ήμουν η πιο μεγάλη από τις κόρες, οι γονείς μου ήθελαν να βοηθώ στες δουλειές μετά το Δημοτικό Σχολείο, όπως γινόταν τότε με πολλά παιδιά πολύτεκνων οικογενειών. Έτσι δεν πήγα γυμνάσιο. Όταν ήμουν μάλιστα στην έκτη Δημοτικού, σκέφτονταν να με βγάλουν από το σχολείο. «Δεν έχουμε κόρη μου κανέναν για να καθαρίζει τη μάντρα το πρωί», μου είπε η μακαρισμένη η μάνα μου. . Κι εγώ τότε της απάντησα: «Θα πηγαίνω μάνα, να την καθαρίζω πολύ πρωί και μετά θα πηγαίνω στο σχολείο». Το δέχτηκαν κι έτσι εσηκώνουμουν που τα χαράματα, εσκούπιζα τη μάντρα κι έτρεχα μετά στο σχολείο, για να το τελειώσω.
Η γειτονιά μας ήταν η Τραχώνα, όπως και σήμερα. Επερνούσαμεν πολλά καλά με τους γειτόνους μας. Ήμασταν αγαπημένοι. Εκαθούμαστεν τες νύχτες στο στενόν, το καλοκαίρι, κουβεντιάζοντας για ώρες μες στα σκοτεινά-δεν είχαμε ούτε ρεύμα θυμάμαι τότε στα παιδικά μου χρόνια, κι ήμασταν όπως τα αδέλφια. Οι παλιοί ελαλούσαν «έσιεις γείτον, έσιεις Θεόν». Έτσι ενιώθαμεν. Ήταν όλες πολύτεκνες οικογένειες στη γειτονιά μας: του Αντωνή του Τράττου, του Μιχάλη και του Σαββή του Τινιόζου, του Γιωρκή του Κατσιατή, του Κυριάκου Καντηλάφτη, του Μήτσιου Ζιπιτή, του Γιωρκή Γρηγορίου (σιαμισιάρη-παγωτατζή), του Αντώνη Τσιαμπάρτα, του Λευτερή του Κκελλέ, του Παυλή του Τζιηκλή κ.ά.
Πώς γνωριστήκατε με τον Νίκο;
Με τον Νίκο γνωριζόμασταν από παιδιά, όμως ο Νίκος ήταν ερωτευμένος μαζί μου από το Δημοτικό Σχολείο, χωρίς ποτέ να μου το πει, αλλά εγώ το καταλάβαινα. Μου έστελλε μηνύματα με κάποιους άλλους ότι με θέλει, αλλά εγώ έκλαια, γιατί ήταν πολύ αυστηρά τότε τα ήθη. Αρραβωνιαστήκαμε τον Ιούλιο του 1965 και παντρευτήκαμε στες 2 Ιανουαρίου 1966. Ήταν στρατιώτης τότε ο Νίκος. Παντρευτήκαμε και ύστερα από λίγο καιρό απολύθηκε. Ήμασταν και οι δύο 18 χρόνων όταν αρραβωνιαστήκαμε.
Μίλησέ μας για τον Νίκο, όπως τον γνώρισες και τον έζησες.
Ο Νίκος γεννήθηκε στις 27 Μαρτίου 1946. Γονείς του ήταν ο Κυριάκος Δ. Κυριάκου (Κακής) και μητέρα του η Μαρία Γ. Φράγκου. Ήταν πολύτεκνη οικογένεια, με εφτά παιδιά. Στην αρχή βοηθούσε τον πατέρα του στο κοπάδι, μετά που τέλειωσε το Δημοτικό κι αργότερα έμαθε την τέχνη του βαλιτσοποιού κι άνοιξε δικό του μαγαζί στη Λάρνακα, όπου κατασκεύαζε βαλίτσες. Είχαν τότε πολλή ζήτηση οι βαλίτσες λόγω της μετανάστευσης. Με τον καιρό όμως, περιορίστηκε η μετανάστευση και λιγόστευε η δουλειά. Έτσι, έκλεισε το βαλιτσοποιείο και έκανε διάφορες άλλες δουλειές, για να ζήσει την οικογένειά του: χαμαλίκια, εργάτης στους κτιστάδες, στην Αλυκή, στα κομπάγια (θεριστικές μηχανές) και σε άλλες εποχιακές δουλειές. Ύστερα, γύρω στα 1970, βρήκε δουλειά στο Ελαιουργείο των Αδελφών Δημητρίου, όπου δούλευε μέχρι το 1974.
Ποια ενδιαφέροντα είχε ο Νίκος; Είχε καλούς φίλους;
Ο Νίκος μου ήταν ένα λεβεντόπαιδο! Ήταν και καλοσχέτιστος, καλοσυνάτος και πάντα χαμογελαστός, με πολύ χιούμορ κι είχε πολλούς φίλους. Ήταν χαρισματικός νέος, κοινωνικός, ήταν της παρέας, φουαρτάς, γενναιόδωρος με τους φίλους και με την οικογένειά του. Σύχναζε στις Λαϊκές Οργανώσεις και ήταν μέλος της ΕΔΟΝ, αγαπούσε τον Ερμή αλλά και την Αλκή (ήταν η ομάδα του). Τα ενδιαφέροντά του ήταν το ποδόσφαιρο και το κυνήγι. Πήγαινε μέχρι την Πάφο για να δει την αγαπημένη του ομάδα. Ήταν επίσης πολύ καλός κυνηγός.
Φίλος στενός του ήταν ο Θεωρής του Τζεζάρη, όπως επίσης και ο Στυλλής του Παρπέρη, ο Γιαννής και ο Γληόρης του Παρπέρη, ο Γληορής Πορφυρίου και ο Χαμπής της Κατερίνας. Έκαναν πολλή παρέα επίσης με τον Ανδρεκκή του Ματθαίου Αλαμπρίτη, με τον οποίο δούλευαν μαζί τα καλοκαίρια (κάθε Αύγουστο) στην Αλυκή, όπου έβγαζαν το άλας. Ήταν μια δύσκολη δουλειά, μες στο άλας και μες στο λιοπύρι, έναν ολόκληρο μήνα, αλλά είχαν καλό μεροκάματο και πολλοί Αραδιππιώτες δούλευαν στην Αλυκή κάθε χρόνο.
Ήσασταν μόλις 27-28 χρόνων το 1974 και είχατε τέσσερα παιδιά! Πώς περνούσατε;
Περνούσαμε δύσκολα, φτωχικά, όπως όλος ο κόσμος, αλλά ήμασταν πάντα αγαπημένοι. Ο Νίκος θυσιαζόταν για την οικογένειά του, για τα παιδιά του. Κι είχαμε φτιάξει μαζί μια όμορφη και ευτυχισμένη οικογένεια. Το πρώτο μας παιδί ήταν η Μάρω, που γεννήθηκε στις 13 Ιαουαρίου 1967. Ακολούθησαν στη συνέχεια μέσα σε τέσσερα χρόνια άλλα τρία παιδιά: η Μιράντα (10 Μαϊου 1968), ο Μιχαλάκης (20 Ιανουαρίου 1971)και η Σκεύη (7 Νοεμβρίου 1972). Εγώ δεν δούλευα. Φρόντιζα τα τέσσερα παιδιά μας κι ήμουν χαρούμενη κι ευτυχισμένη, γιατί παρά τα τέσσερα παιδιά, καταφέρναμε με τη δουλειά του Νικου και τα βγάζαμε πέρα μια χαρά. Έγιναν πέντε στη συνέχεια τα παιδια μας, αφού ήμουν έγκυος, όταν έγινε η προδοσία του πραξικοπήματος και χάθηκε ο άντρας μου στη Β΄φάση της Τουρκικής Εισβολής, στις 14 Αυγούστου 1974. Ήμουν έγκυος τον Κυριάκο και γέννησα 20 μέρες μετά την εξαφάνισή του. Κανονικά, δεν έπρεπε να πάει στρατό, μια και είχε τέσσερα μωρά και έγκυο γυναίκα. Με τρία μωρά σε απάλλασσαν τότε, θυμούμαι, γιατί ήσουν προστάτης οικογένειας… Αλλά ο Νίκος ούτε ν΄ακούσει δεν ήθελε…
Να ρθούμε τώρα Έλλη μου στο «μεγάλο κακό». Πώς ζήσατε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974;
Ήταν Δευτέρα η 15η Ιουλίου, καταραμένη μέρα! Ήταν στο Ελαιουργείο δουλειά ο Νίκος και σχόλασε στις οχτώμισι το πρωί, λίγο μετά που μεταδόθηκε από το ΡΙΚ ότι έγινε πραξικόπημα. Εσταμάτησαν όλες οι δουλειές γιατί κανένας δεν ήξερε τι θα ακολουθούσε. Όλοι οι εργαζόμενοι εσχόλασαν και πήγαν στα σπίτια τους. Ήρθε μονομιάς στο σπίτι με τη μοτόρα του, μια μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού που τη χρησιμοποιούσε για να πηγαίνει στη δουλειά, στη Σκάλα. Μόλις των είδαν οι γειτόνισσες, τον ερώτησαν «είνταν που’ν να γινεί τωρά;» κι ο Νίκος απάντησε: «Τώρα αρκεύκουν τα κακά μας». Σαν να το ‘ξερεν! Εμείς μόλις ακούσαμεν για το πραξικόπημαν εφοηθήκαμεν πολλά. Εβκήκαμεν έξω στες στράτες με τα μωρά τζι αρτωτούσαμεν, για να μάθουμε για το κακόν που μας ήβρεν.
Μετά το πραξικόπημα ο Νίκος κλείστηκε στο σπίτι μαζί μου και με τα παιδιά. Ο μάστρος του, ο Ντιμης Δημητρίου έγινε Υπουργός Εξωτερικών του πραξικοπήματος. Πηγαινοέρχονταν κάποιοι πραξικοπηματίες από τη γειτονιά μας, όπως εκάμναν σε ούλον το χωρκόν. Εγυρίζαν μες στο χωρκόν τζι εσυλλάμβαναν τους Μακαριακούς. Ο Νίκος είχε και ένα περιστατικό με τον λαϊκό μας ποιητή τον Ανδρέα Μαππούρα, τη μέρα του πραξικοπήματος. Όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, ο Μαππούρας βρισκόταν στο σπίτι της κόρης του της Λευτερούς, που ήταν γειτόνισσά μας. Ήθελε όμως να πάει σπίτι του στην οικογένειά του, αλλά δεν είχε κάποιο μέσο για να πάει. Μόλις είδε τον Νίκο ήρθε κοντά του και του είπε:
-Νίκο μου, που να’ σιεις την ευτζήν μου. Παίρνεις με έσσω μου γιε μου με την μοτόραν σου, γιατί έκοψα δαμαί τζι εν έσιει κανέναν να με πάρει;
Τότε ο Νίκος τού απάντησε:
-Ρώτα τους πραξικοπηματίες τζι αν μου διούν άδειαν να σε πάρω.
Έδωσαν τελικά την άδεια οι ένοπλοι πραξικοπηματίες που κυκλοφορύσαν μέσα σττους δρόμους-ήταν και κάποιοι χωριανοί μας. Κι έτσι ο Νίκος μετέφερε τον λαϊκό ποιητή στο σπίτι του και του έβαλε χίλιες ευχές. Ύστερα ήρτε πίσω στο σπίτι. Ακούαμεν συνέχεια τες ειδήσεις τζι εχάρηκεν πολλά όταν έμαθεν ότι ο Μακάριος ήταν ζωντανός.
Όταν έγινε η Τουρκική Εισβολή, το Σάββατο 20 Ιουλίου, πως αντέδρασε ο Νίκος; Πού κατατάκτηκε και τι ακολούθησε;
Η ώρα έξι ακούσαμεν που το ράδιον ότι η Τουρκία έκαμεν Εισβολήν στην Κερύνεια κι έγινε Γενική Επιστράτευση. Μόλις το άκουσεν, ήβρεν τα χαρτιά του τζι ετοιμάστηκεν να πάει να καταταχτεί. Ελάλουν του, «περίμενε να δούμεν τι θα γίνει, ειμαι ετοιμόγεννη». «Εκαλέσαν με. Εννά πάω. Πρώτα ύστερα εννά πάμεν», μου απάντησε. Ένιωθεν ότι έπρεπε να πάει οπωσδήποτε να υπηρετήσει την πατρίδα. Κατατάχτηκε στην Αλυκή Λάρνακας, στο 226 Τάγμα Πεζικού. Εγώ έμεινα στο σπίτι με τα μωρά. Ήμουν σχεδόν ετοιμόγεννη και είχα την έγνοια για το τι θα γίνουμε. Πώς θα γεννούσα μες στον πόλεμο, μόνη μου;
Όπως μου είπαν κάποιοι φίλοι του, ο Νίκος δεν άκουσε τις προτροπές τους για να μείνει μαζί τους, οπότε ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Ο Γληορής ο Παρπέρης του είχε πει να πάει μαζί του, μια και ήταν επίταξη το αυτοκίνητό του, οπότε δεν θα τους έστελναν στο μέτωπο. Ο Γιόκας (Χρίστος Κοντού) του είπε: «Μην μπεις μες στο λεωφορείο γιατί έν’ για πρώτη γραμμή που εννά πάσιν». Όμως έμεινε στο λεωφορείο, όπου είχαν μπει και αρκετοί άλλοι φίλοι και συγχωριανοί. Από το ΚΕΝ Λάρνακας, όπου έγινε η κατάταξη όλων των εφέδρων, τους μετέφεραν στην Αλυκή όπου έμειναν τις πρώτες μέρες και μετά τους πήγαν στην Αγλαντζιά, σε μια χωράφα, όπου έμειναν καμιά βδομάδα και πήγαμε και τους είδαμε. Πήγα με την Αποστολού, τη γυναίκα του Αντρεκκή του Αλαμπρίτη. Λαλεί μου, άμα με είδεν, «Γιατί εν έφερες τζιαι το μωρόν»; (τη Σκεύη μας, που ήταν η πιο μικρή). «Δεν μπορούσα, του είπα. Είμαι κατάβαρη. Καλά τζι εκατάφερά τα να’ρτω».
Μετά την Αγλαντζιά, μου μήνυσε ότι πήγαν στο Παλαίκυθρο. Από το Παλαίκυθρο, ήρθε μια μέρα με άδεια και τον είδαμε. Κάθε οχτώ μέρες, τους έδιναν άδεια, για να πλένουν τα ρούχα τους. Ήρθε σπίτι την Πέμπτη, 8 Αυγούστου και έφυγε την άλλη μέρα, την Παρασκευή, 9 Αυγούστου 1974. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδαμε. «Θα ξανάρθω στες 14 Αυγούστου με άδεια», μου είπε. Κι αυτό δεν έγινε ποτέ…Από τότε άρχισε ο Γολγοθάς μας. Στο μεταξύ, ο πόλεμος συνεχιζόταν και με το τέλος της εισβολής οι Τούρκοι έφτασαν ως την Αμμόχωστο και την Καρπασία, ενώ είχαν μπει και στη Μόρφου, κατακτώντας σχεδόν τη μισή Κύπρο, όλο το βόρειο μέρος. Εγέμισεν και το χωριό μας με πρόσφυγες, ενώ άρχισαν να μιλούν και για τους νεκρούς και τους αγνοούμενους της Τουρκικής Εισβολής. Είχαν φτάσει ήδη και τα τραγικά νέα για τρεις στρατιώτες συγχωριανούς μας που σκοτώθηκαν και ήταν μεγάλη η αγωνία μας για όσους δεν επέστρεψαν…
Γέννησες το πέμπτο παιδί σας, τον Κυριάκο, 20 μέρες μετά που χάθηκε ο Νίκος και σήκωσες μόνη το βάρος της ανατροφής πέντε παιδιών. Πώς τα κατάφερες; Είχατε κάποια βοήθεια από την Κυβέρνηση
Έμεινα ξαφνικά μόνη μου με πέντε παιδιά. Για έντεκα χρόνια δεν μπορούσα να πάω δουλειά, γιατί έπρεπε να μεγαλώσω τα μωρά μου, να τα νεγιώσω. Από την κυβέρνηση μάς έδιναν τότε 27 λίρες τον μήνα, που αυξάνονταν σιγά σιγά. . Αλλά δεν μας έφταναν για να ζήσουμε, μια πολύτεκνη οικογένεια με πέντε ορφανά παιδιά. Βασικό στήριγμα ήταν οι γονείς μου και τα αδέρφια μου, συμπαραστάτες όλοι, αλλά και ο κόσμος της Αραδίππου.΄Εβρισκα πολλές φορές ανώνυμα φακελάκια κάτω από την πόρτα μου. Στα έντεκα χρόνια πάντρεψα τη Μάρω, το 1985 και πήγα δουλειά. Τα άλλα μωρά είχαν ήδη μεγαλώσει. Πήγαν σχολείο και με τη βοήθεια του Θεού αποφοίτησαν και βρήκαν δουλειές. Ο Κυριάκος, ο πιο μικρός, πήγε Τεχνική Σχολή και τώρα δουλεύει στο Τμήμα Υδάτων. Ο Μιχαλάκης είναι στο Υγειονομείο Λάρνακας, η Μιράντα στη Σχολική Εφορεία, η Σκεύη εργάζεται στο Νοσοκομείο (αποστειρώτρια-τέλειωσε το Λύκειο). Η Μάρω και η Μιράντα έπιασαν δουλειά αμέσως. Ο Νίκος δεν ήθελε τα κορίτσια να πάνε γυμνάσιο και βγήκαν και πήγαιναν στο εργοστάσιο του Σταυρινίδη, στη Βιομηχανική Λάρνακας. Ο Μιχαλάκης πελεκάνος. Όσα μάζευαν, μου τα έδιναν. Έτσι τα καταφέραμε, όλοι μαζί. Αποκατασταθήκαν τα παιδιά. Μου έδωσαν και εγγόνια. Εγώ άρχισα να δουλεύω, όπως ανάφερα, το 1985 στο Νοσοκομείο Λάρνακας, ως καθαρίστρια. Μίλησα με τη Θέκλα του Κκελλέ, που δούλευε εκεί και έκανα Αίτηση. 26 χρόνια δούλεψα στο Νοσοκομείο. Είχα και ένα χρέος καμιά 200 λίρες από το σπίτι που κτίσαμε και το ξόφλησα. Μακάρι να είναι καλά όλοι όσοι μας εβοήθησαν. Ευχαριστώ πάντα τον Θεό, τον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους… Ήμουν πάντα όπως και σήμερα με τες προσευχές και με τη βοήθεια της Παναγίας, που είναι πάντα δίπλα μας.
Πώς ένιωθαν τα παιδιά για τον αγνοούμενο πατέρα τους και ποια ήταν η δική σου αντίδραση;
Τον πρώτο καιρό δεν καταλάβαιναν τα μωρά πολλά πράγματα. Γύρευαν τον παπά τους και για χρόνια πολλά τον περίμεναν ότι θα έρθει. Γυρίζαμε από δω κι από κει, όταν ακούαμε πληροφορίες, με άλλες κοπέλες που είχαν αγνοούμενους και τους ψάχναμε. Πηγαίναμε και στες εκδηλώσεις για τους αγνοούμενους. Το χωριό μας είχε 14 αγνοούμενους. Κάθε σπίτι είχε και τον καημό του. Κι εγώ έχω μεγάλον πόνον και θυμόν για το κακόν που μας εκάμαν. Πήγαινα σε όλες τες εκδηλώσεις για τους αγνοούμενους, για χρόνια πολλά, κάθε 15 μέρες, σε πορείες που οργάνωνε ο πάτερ οικονόμος Χριστόφορος Παπαχριστοφόρου. Πηγαίναμε με τα λεωφορεία και στην εκκλησία του Αγίου Αλεξάντρου στα Πυργά. Η μόνη που με ακολουθούσε ήταν η Μαρούλα του Κάνναου. Κάθε οχτώ λειτουργούσε στα Πυργά, ημέρα Σάββατο, ο πατήρ Χριστόφορος. Πήγαινα για πολύ καιρό, μέχρι τον θάνατο του π. Χριστόφορου, που αγωνιζόταν για χρόνια για την ανεύρεση των αγνοουμένων.
Υπάρχουν πληροφορίες-μαρτυρίες για το πώς σκοτώθηκε ο Νίκος και πώς βρέθηκαν τα οστά του;
Ήταν στο αυτοκίνητο του Φασά, του Τρουλιώτη, όπως έμαθα. Πήγαν ως την Τύμπου μετά που έσπασε η γραμμή στο Παλαίκυθρο. Όσοι φύγαν και πήγαν προς Αμμόχωστο γλίτωσαν. Κάθονταν δίπλα με τον Νίκο Λύτρα και τον Χρήστο Ερμογένους πίσω, στην πόρτα του φορτηγού. Ήταν μπροστά και πήγε πίσω, όπως μου αφηγήθηκε ο Χριστάκης από τον Κόρνο που ήταν κι αυτός μαζί τους, στο ίδιο αυτοκίνητο και επειδή ήταν τραυματίας, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Έφτασαν στην Τύμπου και κατέβηκαν, γιατί τους χτύπησαν το αυτόκίνητο που είχε πυρομαχικά, αλλά κατέβηκαν όλοι και γλίτωσαν. Το αυτοκίνητο καταστράφηκε αλλά γλίτωσν όλοι και σκόρπισαν εδώ και εκεί προσπαθώντας να γλιτώσουν τρέχοντας. Ο Νίκος ο Λύτρας γλίτωσε και ήρθε σπίτι. Όπως έτρεχαν να φύγουν, οι Τούρκοι τους πυροβολούσαν. Μια σφαίρα τον τραυμάτισε στο αριστερο του χέρι (όπως φάνηκε στα οστά του). Κι όπως έπεσε τραυματισμένος, τον αποτέλειωσαν με μια σφαίρα στο κεφάλι. Από τα δεξιά και στο κρανίο, δύο σφαίρες, χαριστική βολή. Η κεφαλή του πρέπει να είχε διαλυθεί, αλλά συγκολλήθηκε το κρανίο του. Κι αυτά ήταν φανερά όταν μας πήγαν στο Εργαστήριο για να δούμε τα οστά για την αναγνώριση…
Πώς βιώσατε με τα παιδιά τη διαδικασία της αναγνώρισης με τη μέθοδο του DNA;
Είχα πάντα την ελπίδα ότι θα γυρίσει. Όταν αρχίσαν να φέρνουν τα μικρά τα φέρετρα με τα οστά των αγνοουμένων, άρχισα να χάνω τες ελπίδες μου. Όταν βρέθηκαν τα οστά του Φασά, πήγα και ρώτησα στη ΔΕΑ (Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων) και μου είπαν ότι δεν εντοπίστηκαν πουθενά τα οστά του Νίκου.. Τον Φασά τον βρήκαν στη Μόρα, σε ένα πηγάδι κι ο Νίκος δεν ήταν εκεί. Άρχισα και πάλι να ελπίζω. Μέχρι το 2018 έλπιζα. Το 2018 μάς έπιασαν το DNA και το έστειλαν στην Αμερική. Δυο χρόνια αργότερα, τον Νιόβρη του 2020 (στες 10) ήρθαν και μου είπαν ότι είχαν εντοπιστεί τα οστά του. Τα είχαν εντοπίσει πριν από 14 χρόνια στην Αγιά. Από τις 6 Φεβρουαρίου ως τις 22 Ιουνίοιυ του 2007 είχαν βγάλει όλα τα οστά από το πηγάδι στην Αγιά, όπου είχαν εντοπιστεί επίσης ο Λευτέρης Ανδρέου και ο Στέλιος Ελευθερίου, που ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNA και θάφτηκαν τον Αύγουστο του 2010.
Γιατί καθυστέρησαν τόσο πολύ την ταυτοποίησή του;
Είπαν ότι το DΝA του δεν έδειχνε. Πήγαν οι γονείς του από την αρχή της ίδρυσης της ΔΕΑ και έδωσαν DNA. Βρήκαν 50% DNA από τα παιδιά. Μας κάλεσαν στη ΔΕΑ λίγες μέρες πριν από την κηδεία και μας έδειξαν ένα φιλμάκι με όλο το ιστορικό του εντοπισμού, από την Αγιά στο πηγάδι, μέχρι την τελική ταυτοποίηση. Μείναμε μιάμιση ώρα εκεί για την ενημέρωση και μετά ειδαμε τα οστά του. Μας είπαν αν θέλουμε να τον καπνίσουμε. Τον καπνίσαμε, κλάψαμε. Βγάλαμε και φωτογραφίες για να θυμούμαστε. Θέλαμε να κάνουμε την κηδεία μόλις μας ενημέρωσαν, τον Νιόβρη του 2020. Ήταν όμως η πανδημία, τα μέτρα με τα λοκ ντάουν και τους περιορισμούς και δεν μπορούσαμε. Περιμέναμε να χαλαρώσουν τα μέτρα και τελικά η κηδεία του έγινε με σρατιωτικές τιμές την Κυριακή, 13 Ιουνίου 2021, από την Εκκλησία του Αποστόλου Λουκά.
Νιώθεις καλύτερα τώρα, αγαπητή μου Έλλη, που ταυτοποιήθηκε ο Νίκος και τον έθαψες όπως του άξιζε;
Είναι σημαντικό που μάθαμε τι απέγινε και τον θάψαμε και μπορούμε να του ανάβουμε ένα καντήλι και να τον καπνίζουμε. Όμως τώρα, ύστερα από 47 χρόνια νιώθω περίεργα μετά την κηδεία. Μου έδινε θάρρος και δύναμη η αναμονή. Πάντα επίστευα ότι θα γυρίσει. Σαν το ψέμα μού φαίνεται ό,τι έγινε, σαν αναπαράσταση, όχι σαν πραγματικό γεγονός. Έχασα πια τες ελπίδες και τη δύναμή μου…