Μια συνομιλία με τον Κώστα Κατσώνη
Συναντηθήκαμε με τον Τάκη Ττόουλο, ή Τάκη της Φανούς όπως οι παλαιότεροι τον ξέρουμε, στο περιβόλι του στην περιοχή της Παναγίας των Αμπελιών, που αποτελεί το καταφύγιο του σχεδόν καθημερινά. Πρόκειται για ένα πολύ περιποιημένο και πανέμορφο περιβόλι με πολλά οπωροφόρα και άλλα δέντρα, που τα φροντίζει καθημερινά με πολλή αγάπη. Στην είσοδό του δεσπόζει και συγκινεί βαθύτατα τον κάθε επισκέπτη το Μνημείο των Πεσόντων Αραδιππιωτών που ο ίδιος έστησε, για να τιμά και να θυμάται τους συγχωριανούς του ήρωες-πεσόντες του 1974, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνεται και ο μονάκριβος αδερφός του, ο αείμνηστος Γιώργος Ττόουλος, το εικοσάχρονο ηρωικό παλικάρι της Αραδίππου που σκοτώθηκε στις 21 Ιουλίου 1974, 2η μέρα της Τουρκικής Εισβολής, στην περιοχή Αγίου Παύλου Λαπήθου-στον Πενταδάκτυλο, όπου υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, στην 182η Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού, ως πυροβολητής και σαλπιγκτής της μονάδας…Για την πολυκύμαντη ζωή του και για την πολύχρονη αναζήτηση των οστών του ήρωα αδερφού του, μιλήσαμε για πολλές ώρες και καταγράφουμε στη συνέχεια λίγα μόνο από όσα είπαμε…
Μίλησέ μας πρώτα, αγαπητέ μου Τάκη, για τους αείμνηστους γονείς σου, που ήταν και οι δύο πολύ γνωστοί στο χωριό.
Γεννήθηκα στην Αραδίππου στις 2/11/1952. Γονείς μου ο Σταύρος Γεωργίου Ττόουλου και η Θεοφανία (Φανού) Γεωργίου Μπαχού από το Κίτι, που είχε έναν αδερφό και άλλα δύο αδέρφια από τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα της. Η μάνα μου ήταν μια βασανισμένη γυναίκα, ορφανή από τα δώδεκά της χρόνια, που μεγάλωσε με μητριά. Δούλευε από τα παιδικά της χρόνια σε πολλές δουλειές: στα χωράφια, στες στράτες και οπουδήποτε αλλού έβρισκε δουλειά για να βοηθήσει την οικογένειά της. Το 1951, σε ηλικία 23 χρόνων, με συνοικέσιο, παντρεύεται τον σύζυγό της Σταύρο, ο οποίος ήταν τότε 45 ετών, την περνούσε δηλαδή 22 χρόνια…
Ο Σταυρής της Λαμπηδόνας, όπως ήταν γνωστός ο πατέρας μου, ήταν γόνος πολύτεκνης οικογένεια. Ο αδελφός του Χαράλαμπος Ττόουλου, που πολέμησε ως εθελοντής στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1922), πέθανε σε ηλικία 26 χρόνων, από τα τραύματα που είχε στον πόλεμο. Άργησε να κάνει τη δική του οικογένεια ο πατέρας, γιατί έπρεπε να προικίσει τέσσερις αδελφές. Ήταν καφετζής στο επάγγελμα, αλλά είχε και γεωργική γη-καφενές και γεωργία. Είχε χωράφια στην Παναγία των Αμπελιών, από τα οποία κάναμε τη δική μας ζιβανία και όλα τα παράγωγα του σταφυλιού. Θυμάμαι τον κ. Γιάγκο που μας έφερνε εδώ και μαθαίναμε να κλαδεύουμε τες κλημτζήες, – Φεβράρη.
Η Φανού εφάνισκεν στον αργαλειό της. «Η Φανού φανίσκει τζι εν μας πομεινίσκει», έλεγαν οι άλλες γυναίκες, γειτόνισσες υφάντρες, γιατί ήταν πολύ γρήγορη. Στο σπίτι μας είχαμε κουνέλια, όρνιθες, πεζούνια (περιστέρια), που όλα τα φρόντιζε η μάνα μας, ενώ είχαμε και γουρούνια (κάθε έξι μήνες δύο χοίρους, που τους σφάζανε και πωλούσαν το κρέας). Ήταν το σφάξιμο των χοίρων μια γιορτή στο καφενείο, που ήταν στο ισόγειο του πατρικού μας σπιτιού. Συμμετείχαν στη γιορτή όλοι οι θαμώνες, με ζιβανία, που την τσιλλούσαν με το συκώτι του χοίρου, που η μάνα στο πι και φι το τηγάνιζε.
Εμείς τα παιδιά το διασκεδάζαμε επίσης με τη μίλλα του χοίρου, που την αλείφαμε πάνω στο ψωμί και την τρώγαμε με λίγη ζάχαρη, ενώ τη φούσκα του χοίρου (κατουρήστρα) την κάναμε μπάλα και παίζαμε.
Ο Πρίγκης, γνωστός τότε στην Αραδίππου κρεοπώλης σφαγέας ζώων, στείρωνε τους χοίρους για να νεγιώνονται (να μεγαλώνουν) πιο γρήγορα και «να μην τσικνώνουν», όπως έλεγε, με το γνωστό χιούμορ του. Είχαμε και περβόλι, στη Λάντα (εκεί που τώρα είναι το σπίτι μου) και η μάνα μας φύτευε από όλα. Ήταν από το Κίτι και ήξερε καλά την περβολιτζή. Μια χρονιά, θυμάμαι, φύτεψε βαζάνια (μελιτζάνες) του γλυκού και εισπράξαμε 150 λίρες από τις πωλήσεις, που ήταν πολλά λεφτά τότε. Μικρός ακόμα, γύριζα μέσα στο χωριό και τα πωλούσα τα ζαρζαβατικά.
Παρά τη φτώχεια και τις πολλές δυσκολίες, ο πατέρας κι η μάνα μου φιλοξενούσαν κάποτε και φτωχούς, που έρχονταν στο χωριό για δουλειά ή για να ζητιανέψουν . Έναν ζητιάνο, θυμάμαι, τον έπαιρνα από το χέρι για να ζητιανέψει στους καφενέδες. Έκανε 50-60 χρόνια καφετζής ο πατέρας μου και έφυγε από τη ζωή στις 21 του Μάρτη 1989, σε ηλικία 84 ετών, με τον πόνο και το παράπονο για τον αδικοχαμένο αδερφό μου, ενώ η μάνα μας, η Φανού έφυγε τρία χρόνια αργότερα, χωρίς να θάψει γιο και άντρα, σε ηλικία 63 χρόνων. Είχε πάθει εγκεφαλικό από τα 57 και έμεινε παράλυτη στη μια πλευρά…
Η Φανού εκτός από υφάντρα, περβολάρισσα, σβέλτη και τέλεια νοικοκυρά, ήταν και η γραμματοδιαβάστρια της Αραδίππου. Διάβαζε δηλαδή τα γράμματα που έστελναν οι απόδημοι στους γονείς και συγγενείς τους κι η Φανού στη γειτονιά έκανε και αυτή τη δουλειά πάντα με μεγάλη προθυμία και την είχαν όλοι σε μεγάλο σέβας. Είχε φοιτήσει ως την Τετάρτη Δημοτικού, αλλά διάβαζε άνετα, ενώ ήξερε και τα 100 λόγια απ’ έξω (γνωστή ποιητάρικη φυλλάδα), ελληνική μυθολογία, ιστορία, θρησκευτικά και άλλα.
Θυμάμαι ακόμα ότι στο καφενείο μας, που ήταν γνωστό ως «ο καφενές του Σταυρή της Λαμπηδόνας-Λευκός Κρίνος», σύχναζαν κάθε πρωί οι εργάτες που πήγαιναν στη Δεκέλεια, τρία λεωφορεία, για να δουλέψουν. Ερχόταν επίσης στο καφενείο και ήταν ταχτικός πελάτης, ο Γιωρκής ο Μαλλιαράς, που είχε σε νεαρή ηλικία τυφλωθεί από έκρηξη φάλιας στα μαρμαράδικα (λατομεία) της Αραδίππου, όπου δούλευε. Κι έμεινε από τότε αξύριστος με γένια και μακριά μαλλιά κι έβγαζε μετά το μεροκάματο, ως πλανόδιος πωλητής ψιλικών (χτενιές, βελόνια, δακτυλήθρες κτλ.). Άλλοι τακτικοί θαμώνες ήταν ο Χαμπής της Μαρικκούς, ο Κκάρισh και άλλοι που έπιναν ούζο. Το έγερνε στα ποτήρια ο Γωρκής ο Μαλλιαράς, αν και τυφλός, επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη.
Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια;
Ήταν δύσκολα, αλλά όμορφα χρόνια. Παίζαμε χωστό, τρεις έντεκα τρεις δώδεκα, καρτίν (καρτερίμια) με αθάσια και παστουρμά, πιριλιά, λιγκρίν και όλα τα γνωστά παιδικά παιχνίδια της εποχής. Μικροί, μαθητές ακόμα του δημοτικού, πηγαίναμε τα απογεύματα στα αθασούθκια, στα κόνναρα και στα ποσκούπιδα των Εγγλέζων όπου ψάχναμε για πράγματα που πέταγαν αλλά για μας ήταν χρήσιμα, ενώ κυνηγούσαμε σφήτζηδες και , στρουθούδκια, που τα πωλούσαμε: «μια κκελέ, μια ριάλα». Όταν ήθελα λεφτά, πήγαινα στον καφενέ και βοηθούσα.
Φοίτησα στο Δημοτικό Σχολείο Αραδίππου. Θυμάμαι, ήμουν άριστος μαθητής και μέχρι την τετάρτη τάξη του Λυκείου ήμουν με υποτροφία. Από τη φοίτησή μου στο Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας, θυμάμαι ότι έφευγα από το σχολείο την Πρωτομαγιά , γιατί δεν ήταν τότε αργία και πήγαινα στην παρέλαση των Λαϊκών Οργανώσεων, όπου συμμετείχα στην μπάντα και έπαιζα σάλπιγγα. Η τιμωρία μου για το σκασιαρχείο της πρωτομαγιάς ήταν τρεις ημέρες αποβολή. Ήμουν Πέμπτη τάξη τότε, θυμάμαι, ενώ την επόμενη πρωτομαγιά ήρθε στο σχολείο ως διευθυντής ο θεολόγος και πολύ γνωστός στη Λάρνακα Χαράλαμπος Χ. Πατσίδης, ο οποίος το πρωί της πρωτομαγιάς μου είπε να πάω να φέρω βιβλία από τη βιβλιοθήκη και με κλείδωσε εκεί, για να μην πάω στην παρέλαση. Και έμεινα εκεί κλειδωμένος ως την ώρα που σχολάσαμε. Μεγάλο ψυχολογικό πόλεμο για τα πολιτικά μου ιδεώδη, κατά την περίοδο 1969-70-71, είχα από φασίστες καθηγητές.
Στην εθνική Φρουρά πώς πέρασες;
Το 1971, 20 Ιουλίου κατατάχτηκα. Όλη η τάξη μου επήγαν δόκιμοι, εκτός από εμένα , επειδή ήμουν αριστερός. ΚΕΝ Λάρνακας, 50 ημέρες, πολύ καψόνι. Μέτρησα το γήπεδο του ΚΕΝ με το σπιρτόξυλο, γονατιστός μές στα τσακίλια κι από πάνω ένας λοχίας να με κτυπά με την κολάνα, ενώ με έβαζαν να κάνω ερωτικές εξομολογήσεις στη λάμπα κτλ. Όταν έγινε η επιλογή όπλου, ζήτησα να πάω στα ΛΟΚ (Λόχοι Ορεινών Καταδρομών). Με έγραψαν και πήγα στα ΛΟΚ. Μείναμε οι Λοκατζήδες στο ΚΕΝ, για να πάμε Αγία Βαρβάρα. Ενώ ήμουν στο φορτηγό, που ήταν έτοιμο να ξεκινήσει, ήρθε κάποιος υπολοχαγός και με φώναξε : «Γεωργίου Χρίστος, κατέβα κάτω». Με κτύπησε , με έσυρε κάτω από το φορτηγό κι έμεινα ξαφνικά μόνος μου μες στο ΚΕΝ. Με είδε ο Παπαπέτρου, που ήταν τότε λοχαγός και μου φώναξε και όταν του είπα τι έγινε με διαολόστειλε. Ήταν τότε μαζί μου και ο Χριστόδουλος Μούσκος, δόκιμος., που όταν έμαθε τι έγινε, ρώτησε και του είπαν ότι ανήκα στην κατηγορία Ψ (τρία Κ), δηλαδή κομουνιστής και γι΄αυτό μ’ έδιωξαν από τα ΛΟΚ. Στο ΚΕΝ ήταν και ο Πανίκος Μούσκος και μας πήραν μαζί μια νύχτα του Αυγούστου και μας πήγαν στο ΒΜΗ, στη Λευκωσία. Τον Πανίκο τον έβαλεν στο ΚΨΜ ο ξάδερφος. Εμένα με πήραν στις Χαμίτ Μάντρες, δίπλα από την Ομορφίτα. Φυλάκια.
Σκοπιά συνέχεια, εφτά μέτρα απόσταση οι Τούρκοι. Την άλλη μέρα ο λοχαγός μάς κάλεσε και μας πήρε στην έδρα του Λόχου, Πεντάδρομος Καϊμακλίου. Φίλεψα με τον λοχαγό και έκανα όλη μου τη θητεία εκεί. 24 μήνες! Ήμουν ντόμπρος. Του είπα ξεκάθαρα ότι ήμουν αριστερός, και με αξιοποίησε για να του κάνω τον διερμηνέα όταν μιλούσε με τους Φινλανδούς τους ΟΗΕΔΕΣ, επειδή ήμουν καλός στα αγγλικά. Παίρναμε τότε 4μισι λίρες τον μήνα…Πηγαίναμε εκπαίδευση στον Λόχο του Λόττα. Απολύθηκα το 1973 , 20 Ιουλίου. Την ίδια μέρα, κατατάχτηκε στον στρατόν ο αδελφός μου.
Τι δουλειές έκανες όλα αυτά τα χρόνια ως την αφυπηρέτησή σου;
Έκανα αίτηση πρώτα για το ταχυδρομείο, για να γίνω ταχυδρομικός υπάλληλος, αλλά δεν με προσέλαβαν λόγω ιδεολογίας. Αποτάθηκα ύστερα στον Φόρο Εισοδήματος, αλλά ούτε κι εκεί με πήραν και απογοητεύτηκα, οπότε πήγα γραμματικός στο ταξί Μακρής. Έκανα έναν μήνα εκεί, μετά πήγα στο Πυρόι, στο Αλλαντοποιείο του Λαμπριανίδη, δούλεψα δύο μήες κασάπης και έμαθα πολλά. Ήμουν με τον Κυριάκο τον Τζικλή, που μας έφυγε πρόσφατα. Σφάζαμε τους χοίρους αφρού πρώτα τους επυροβολούσαμεν με πιστόλιν ειδικό. Έκαμνα σαλάμια, λουκάνικα, καπνιστά και άλλα αλλαντικά. ΄Εμεινα μόνον δύο μήνες και μετά επήγα σιδεράς, στον Μιχάλη τον Μουζούρη, έκανα εφτά μήνες και μετά με τον Λευτέρη. Ήταν βαρετή δουλειά. Έκανα μετά αίτηση για πυροσβέστης. Πήγα στον Αστυνομικό Σταθμό Λάρνακας, τον παλιό. Έυκολες εξετάσεις. Τέλειωσα γρήγορα , αλάνθαστο γραπτό. Βοήθησα και τους άλλους. Με κάλεσαν και μου έδωσαν συγχαρητήρια. Επέρασες, μου είπαν. Πήγα σπίτι και περίμενα. Μας κάλεσαν μαζί με τον Μάμα τον Καζάζη. Τον Μάριο Σιαρή τον απέρριψαν. Πήγαμε στη Λευκωσία για συνέντευξη και ιατρικές εξετάσεις. Πέρασα σε όλα και περίμενα για να πάω στη Σχολή, αλλά έγινε το πραξικόπημα και η εισβολή και όλα άλλαξαν.
Ήταν Ιούλιος του 1974.
Ακολούθησε η μεγάλη προδοσία της Χούντας τζαι της ΕΟΚΑ Β΄ του Γρίβα, που έκαμαν το πραξικόπημαν τζι ανοίξαν οι κερκόπορτες τζι ήρταν οι Τούρτζιοι. Τουρκική εισβολή στες 20 Ιουλίου 1974, επιστράτευση, και ο θάνατος του αδερφού μου. Μετά την εφεδρεία του 1974, απολύθηκα τον Γενάρη του 1975 και έχω την τιμή να λαμβάνω τα 30 αργύρια της Κυβέρνησης, γιατί επολέμησα (όλοι παίρνουν!) στον πόλεμο του 1974. Μετά εξεκίνησα να γυρεύω δουλειά. Μετά τον θάνατο του αδελφού μου δούλευα λίγο εκεί στον καφενέ, ήρθαν οι πρόσφυγες, η Αθηαίνου ούλη, τους φιλοξένησεν ούλος ο κόσμος. Ο πατέρας μου ώρες ώρες εχάνετουν που τον καφενέν. Επήαινεν στο σιερωνάριν (αχυρώνα) τζι εμουγγάριζεν τζι η μάνα μου ενεκαλιέτουν μέραν νύχταν. Εφάνισκεν τζι ενεκαλιέτουν. Εμαείρευκέν μας τζι εβοηθούσαμεν τζι εμείς, με τον πατέραν μου, μα το μαράζιν έτρωέν την…
Μίλησέ μας τώρα λίγο, πριν αναφερθούμε στον αδερφό σου, για τη δική σου οικογένεια, τον γάμο σου με την Ελένη και τα παιδιά σας.
14 Σεπτεμβρίου λογιάστηκα και 29 Σεπτεμβρίου 1975 αρραβωνιάστηκα με την Ελένη Χρίστου Κάππελλου, 15 Μαϊου 1977 παντρευτήκαμε και αποκτήσαμε τρία παιδιά: την Άννα, τον Γιώργο και τον Σταύρο. Τον Νιόβρη του 1975 ήθελαν πιστοποιητικό θανάτου του αδελφού μου από τον στρατό. Πήγα στην Αθαλάσσα με τον Μακρή (ταξί), στο ΓΕΕΦ και μου έδωσαν το χαρτί. Τους είπα ότι πέρασα πυροσβέστης, και μου είπαν ότι έβγαλε διαταγή η κυβέρνηση όσοι ήταν συγγενείς πεσόντων-αδέρφια, και παιδιά πεσόντων ή αγνοούμενων- θα έμπαιναν σε κυβερνητικές δουλειές ή θα σπούδαζαν δωρεάν με ειδικά κριτήρια. Πήγα σπίτι και είπα της μάνας μου και του πατέρα μου ότι θα γινόμουν πυροσβέστης. Έβαλαν τα κλάματα, θυμήθηκαν τον αδερφό μου, στολές, κίνδυνοι κτλ. Μου είπε ο πατέρας μου «θα μείνεις δαμαί τζι αν έν’ ανάγκη, πουλούμεν τζαι χωράφκια να ζήσουμεν». Έμεινα για λίγο καιρό στον καφενέν. Μετά που αρραβωνιάστηκα, έγινα τυπογράφος, Νιόβρης του 1975, συνέταιρος με τον Σαββάκη Έλληνα.
Γεώργιος Ττόουλος, ο ήρωας του 1974, μονάκριβος αδερφός σου…Μίλησέ μας τώρα, αγαπητέ μου Τάκη, για τον αδικοχαμένο αείμνηστο Γιώργο…που έκανες το παν για να εντοπίσεις τα οστά του…
Ο Γιώργος Ττόουλος γεννήθηκε στην Αραδίππου, της Αγίας Μαρίνας, 17 Ιουλίου 1954. Τέλειωσαε το Δημοτικό και μετά φοίτησε στην τετρατάξια τότε Επαγγελματική Σχολή Λάρνακας, στον κλάδο των επιπλοποιών. Συμμαθητές του ο Παντελής Σεργίου-στην Αγγλία τώρα, ο Δωράκης Αλαμπρίτης, ο Ζαννέτος του Λεκού και άλλοι. Ήταν ένα παιδί ευγενικό και καλοσυνάτο, με το χαμόγελο στα χείλη, με τα αστεία του, ένας αισιόδοξος νέος γεμάτος όνειρα για τη ζωή. Μόλις τελειώνει την Τεχνική, αρχίζει να εργάζεται στη Λευκωσία, στο επιπλοποιείο του Χριστάκη. Πήγαινε με το λεωφορείο του Ανδρέα Αβραάμ-μια λίρα την εβδομάδα αγώγιο. Έπαιρνε έξι λίρες την εβδομάδα και είχε φυλάξει και 500 λίρες στη Συνεργατική ως τα 20 του χρόνια που πέθανε. Στες 20 Ιουλίου 1973 κατατάχτηκε στο ΚΕΝ Λάρνακας, και μετά την ορκωμοσία πήγε στο πυροβολικό. Έκανε βασική εκπαίδευση στον Καράολο, στο Βαρώσι. Είχε κάνει μια εγχείρηση στο πόδι, λίγο πριν κατατακτεί, στον γιατρό τον Χατζηκακό (σταμπούληγμα που επιδεινώθηκε) και μπορούσε να κάνει αίτηση για ΙΕ (βοηθητικός), αλλά δεν δέχτηκε. «Να γράφει το απολυτήριό μου ότι είμαι ανίκανος και να μη βρίσκω με δουλειά;» μας έλεγε όταν επιμέναμε να δηλώσει το πρόβλημα με το πόδι του.
Μόλις τέλειωσε η βασική εκπαίδευση, έγινεν πυροβολητής και τοποθετήθηκεν στο στρατόπεδον του Βοσπόρου στην Κερύνειαν, στην έδραν της 182ΜΠΠ (Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού). Περνούσε πολύ ωραία στην Κερύνεια, όπως μας έλεγε. Είχε πολύ λίγες εξόδους. Φορούσε πολιτικά ρούχα για να βγει με έξοδο, επειδή περνούσαν από το Κιόνελι με το κονβόι της Ειρηνευτικής Δύναμης. Λόγω των πολιτικών του φρονημάτων είχε διάφορα προβλήματα.
14 Ιουλίιου 1974, ημέρα Κυριακή ο Γιώργος ήρτεν με έξοδον, με έναν φίλον του από το Έξω Μετόχι. Ο καφενές μας ήταν ο πρώτος καφενές μες στο χωρκόν που είχε ψυγείο με παγωμένο νερό. ¨Ηταν Κυριακή και έπαιζα μάππαν στο γήπεδον του χωρκού. Πήγε σε κάποια στιγμή ο Λουκάς ο Μιχαηλίδης να φέρει νερόν που τον καφενέν μας τζαι είπεν μου να πάω να δω τον αρφόν μου που ήρτεν που τον στρατόν με έξοδον. Είχα ράψει ρούχα καλά εγώ τότε στον Κώσταν τον Ράφτην τζι επήρεν τα μιτά του για να τα φορήσει τον Σεπτέμβρην που ήταν ν’ απολυθεί, στους 14 μήνες, μετά την απόφασή του Μακαρίου να μειώσει την θητείαν. Εν τον είδα τζείν’ την ημέραν, εν έφυα που το γήπεδον, εν ήξερα, πού να φανταζόμουν είνταν που ‘ταν να γινεί. Την άλλην ημέραν, όταν εκάμαν οι προδότες το πραξικόπημαν, τον έβαλαν στο ΠΕΙΘΑΡΧΕΙΟΝ, επειδή ήταν αριστερός. Τον τιμώρησαν γιατί τον κατάγγειλαν ότι έβριζεν του καλαμαράδες.
Την Πέμπτη 18 Ιουλίου 1974, πήγε η μάνα μου και τον είδεν, με την Ελένην του Μουζούρη και μιαν άλλην χωρκανήν, που επήαν τζαι τζείνες για να δουν αν έν’ καλά τα παιδκιά τους. Η μάνα μας του είπεν να προσέχει γιατί τα πράγματα ήταν δύσκολα και δεν ξέραμεν τι μας περιμένει. Επέστρεψεν η μάνα μου τζι ήταν χαρούμενη που είδεν τον στρατιώτην της τζι ησύχασεν γιατί εβεβαιώθηκεν ότι ήταν καλά…Τζι εμέτραν τες μέρες ως τον Σεπτέμβρην που ήταν να απολυθεί…
Μα ύστερα που δκυο μέρες, το Σάββατον, 20 του Ιούλη 1974 έγινεν η τουρκική εισβολή..
Ήταν σαλπιγκτής ο Γιώργος και σάλπισεν συναγερμόν στο στρατόπεδον μόλις έγινεν η εισβολή. Αμέσως έτρεξαν οι πυροβολητές να βρουν τα πολυβόλα , να τα βάλουν στα άρματα, για να πάνε στις θέσεις διασποράς λόχου, όπου υπήρχαν τα πολυβολεία, για να αρχίσουν να βάλλουν κατά των Τούρκων. Κατάφεραν, όπως μας έλεγαν οι συστρατιώτες του που εγλιτώσαν, να στήσουν το πυροβόλο τους – η ομάδα του και άρχισε να βάλλει κατά των εισβολέων, μια και ήταν πυροβολητής. Έβαλλεν κατά των πλοίων δίχως ακροαστικό φυλάκιο, που επιβάλλεται πάντα να υπάρχει για να πετύχουν τον στόχο τους.
Πολυβολούσαν με υπολογισμό από τον Άγιο Παύλο (στον Πενταδάκτυλο), όπου ήταν η μονάδα τους, χωρίς ακριβή στόχευση. Τα πλοία τούς εντόπισαν και ειδοποίησαν αμέσως, όπως εφάνην ύστερα, την αεροπορίαν και τον Άγιο Ιλαρίωνα που έλεγχαν οι Τούρκοι από το 1963-64. Οπότε, σε λίγο κατέφθασε η αεροπορία και τους πολυβολούσε, ενώ έριχναν και βόμβες.. Όλοι οι στρατιώτες που ήταν μαζί του έτρεξαν και μπήκαν μέσα σε σπηλιές που υπήρχαν γύρω. Ο Γιώργος προτίμησε να κρυφτεί στην κουφάλα μιας χαρουπιάς που ήταν κοντά σε δόμη. Η επιλογή του όμως αυτή ήταν μοιραία. Μια βόμβα από αεροπλάνο ή από πλοίο έπεσε δίπλα από την κρύπτη του, με αποτέλεσμα να βρει ακαριαίο τον θάνατο. Λίγο πιο κάτω είχε επίσης σκοτωθεί με παρόμοιο τρόπο και ένας άλλος συστρατιώτης του, ο Άγγελος Καλλής από το Βασίλι Καρπασίας, ο οποίος είναι ακόμα αγνοοούμενος…
Όταν σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί, οι στρατιώτες που ήταν μαζί του τον έθαψαν πρόχειρα κάτω από μια μικρή ελιά, δίπλα από ένα μικρό ρυάκι- αρκάτζιν. Φαίνονταν τα άρβυλά του και δεν αποκλείεται να έγινε το σώμα του βορά αρπακτικών. Κι αυτό γιατί όταν αρχίσαμε να τον αναζητούμε (30 χρόνια μετά), όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, βρήκαμε οστά του διασκορπισμένα σε μεγάλη απόσταση από το σημείο ταφής.
Πώς δέχτηκαν την τραγική είδηση του θανάτου του οι χαροκαμένοι γονείς;
Η οικογένεια ενημερώθηκε για τον θάνατό του Γιώργου μας τον Αύγουστο, από έναν στρατιώτη που ήταν μαζί του στον Άγιο Παύλο. Ήμουν τότε στρατιώτης στο σινεμά το τούρκικικο, στη Σκάλα και ήρθε ο αδερφός της μάνας μου, ο Ανδρέας ο Μουζούρης και με ενημέρωσε. Συγκλονίστηκα, πέταξα τα όπλα και πήγα στο σπίτι. Η μάνα μου ήταν υγιέστατη όπως και ο πατέρας. Μόλις έμαθαν τα κακά μαντάτα, εν μπορεί κανένας να περιγράψει πώς ένιωσαν. Εχάθηκεν ο κόσμος ούλος που μπροστά τους. Εν ημπορούσαν με τίποτε να το πιστέψουν, να το δεχτούν, να παρηορηθούν. Σταδιακά, το ζάχαρο της μάνας μου ανέβηκεν στα 600, ενώ η πίεσή της ανέβαινεν στα 23 με 18. ‘Ηταν μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί, και ήταν μόλις 45 χρόνων. Αρχισαν να πρήζονται τα πόδια της, άνοιγαν οι κιρσοί και το αίμα έρρεε. Μετά από 15 μέρες έπεσε στο κρεβάτι και έμεινεν κατάκοιτη για έξι μήνες, σαν να ήταν παράλυτη. Μετά εσηκώθηκεν, εβελτιώθηκεν κάπως η υγεία της και συνεχίσαμεν την ζωή μας, μες στην μαυρίλαν, το μαράζιν τζαι τον θυμόν.
Δεν επίστεψεν ποττέ της ότι εσκοτώθηκεν ο γιος της. Άφταιννεν το καπνιστήριν κάθε μέρα στα κατοπινά χρόνια τζαι εκάπνιζεν την πινακίδα με το όνομα της οδού Γεώργιου Ττόουλου, όπως το Δημαρχείον ονόμασεν τον δρόμον δίπλα από το σπίτιν μας προς το Σωματείον «Ερμής». Δεκαπέντε χρόνια μετά το ’74, η μάνα μου έπαθεν εγκεφαλικόν. Ήταν 20 του Μάρτη του 1989. Την πήραμε στο νοσοκομείον και την άλλην ημέραν, είκοσι μιαν του Μάρτη, επέθανεν ο τζύρης μου. Δεν έθαψεν ούτε γιον ούτε άντρα η μάνα μου η μακαρισμένη, η Φανού. Μετά το εγκερφαλικό, η μάνα μου, έμενε σπίτι μου, όπου έκτισα μια κάμαρη και διέμενε για τέσσερα χρόνια. ΄Εμαθα και της έβαζα καθετήρα, την πλέναμε με την Ελένη, τη σηκώναμε. Τέσσερα χρόνια με τον κόλπο (εγκεφαλικό) εδιάβαζε, μισοπαράλυτη, Παπαδιαμάντη και ό,τι άλλο φανταστείς. Αντεξεν σχεδόν τέσσερα χρόνια, οπότε έπαθεν ουρολοίμωξην. Την πήραμε νοσοκομείο πρωτογρονινάν του 1992, έκαμεν εφτά μέρες και λόγω αναπνευστικών προβλημάτων και εξαιτίας της λοίμωξης επέθανεν στις 7 Ιανουαρίου του 1992, χωρίς να την αξιώσει ο θεός να θάψει τον γιον της τζαι να του αφταίννει έναν τζερίν κάθε μέρα στον τάφον του….
Ήταν 63 χρόνων και ως την τελευταία στιγμή είχε τις αισθήσεις της πάντα και τα λογικά της και λίγο πριν πεθάνει αναζητούσε τον γιο της τον Γιώργο, τον Κόκον της…το καμάριν της, που τόσον άδικα της τον πήραν από την αγκαλιάν της.
Ο πατέρας μου ήταν 70 χρονών το 1974. Έρεσσέν της μάνας μου 23 χρόνια όταν επαντρεύτηκαν. Όταν έμαθεν το κακόν μαντάτον ήταν απαρηγόρητος. Κλεινόταν, πολλές φορές, στον αχυρώνα που είχαμε στο πατρικόν μας σπίτιν τζαι έκλαιεν γοερά. Είχεν το καφενείον, αλλά τους πρώτους μήνες ύστερα που το κακόν, λόγω προσφύγων, δεν λειτουργούσε. Για έξι μήνες έμεινεν κλειστός ο καφενές… Ήταν πολύ γερός οργανισμός ο μακαρίτης ο τζύρης μου, ο Σταυρής της Λαμπηδόνας. Έπινεν τρεις ζιβανίες κάθε πρωίν που ξυπνούσεν και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, με σταφιδάκια και αμύγδαλα κι είχεν πολύ καλήν υγείαν. Σταδιακά όμως άρχισε να παθαίνει κατάθλιψην. Έμεινεν στο κρεβάτιν από τον Φεβράρην του 1989 και απεβίωσεν στες 21 Μαρτίου, μιαν ημέραν μετά μετά που έπαθεν εγκεφαλικόν η μάνα μου. Ήταν 84 χρονών.
Ο εντοπισμός των οστών του αείμνηστου Γιώργου ήταν σκοπός ζωής και μια μεγάλη περιπέτεια για σένα. Πώς κατάφερες τελικά να τα εντοπίσεις;
Λίγο καιρό πριν πεθάνουν οι γονιοί μου, έδωσα έναν όρκο: ότι όταν ανοίξουν τα οδοφράγματα, θα φέρω τον Γιώργο στην Αραδίππου και να τον θάψω κανονικά όπως τού άξιζεν. Έψαχνα πληροφορίες για τον αρφόν μου που την πρώτην στιγμήν που τον εχάσαμεν. Ήβρα ούλα τα ονόματα των στρατιωτών της διμοιρίας που ήταν μαζίν του τζι έμαθα ούλες τες λεπτομέρειες. Εξεκίνησα την διαδικασίαν μαζίν με τον ξάδερφόν μου τον Γιώργο Στυλιανού. Την 1ην ημέραν που άνοιξαν τα οδοφράγματα πήγαμεν από τα χαράματα, ώρα 2 το πρωί, από τις Βρυσούλες και έγινεν ή ώρα 8 να περάσουμεν στα κατεχόμενα. Επήγαμεν με το αυτοκίνητον του Ροδή του Πίστη. ΄Ημασταν έξι άτομα. Πιάσαμεν τον δρόμον του Βαρωσιού – Λευκωσίας και μπήκαμεν από τον Άγιο Δομέτιο . Δεν ξέραμεν ούτε πού θα πάμεν ούτε πώς. Πήγαμεν στους Μύλους του Καραβά. Είχαμεν προβλήματα , χάλασεν και το αυτοκίνητον και δεν έκαμα τίποτε την 1ην ημέραν. Θυμήθηκα μετά έναν Κωστάκην Κωνσταντίνου πουν ήταν από τη Λάπηθο, στρατιώτης, μαζί με τον Γιώργο. Τον πήρα α τηλέφωνο. Την εβδομάδα που άνοιξαν τα οδοφράγματα. Του είπα και μου απάντησε:
-Ρε Γιώργο, ζεις;
Έμοιαζε η φωνή μου με τη φωνή του αρφού μου. Τον ρώτησα πώς θα πάμε στον Άγιο Παύλο. Και του είπα να τον πάρω και να πάμε μαζί στον Άγιο Παύλο. Δεν ήξερα πού ήταν θαμμένος. Αλλά έπρεπεν να πάμεν.
Τη δεύτερη Κυριακή που άνοιξαν τα οδοφράγματα πήγαμεν με το δικόν μου αυτοκίνητον Φίατ 127 . Πήγαμεν μέσα από τη Λάπηθο από τον Κεφαλόβρυσο. Πήγαμε από τον Άγιο Δομέτιο και πήρα τον Κωστάκη Κωνσταντίνου και ξεκικήσαμεν. Φτάσαμεν εκεί που ήταν η χαρουπιά με τον κρατήρα δίπλα, που έπεσε η βόμβα, αλλά δεν εντοπίσαμεν οστά. Απλά πήγαμεν για εντοπισμόν. Ήβραμεν τον Άγιον Παύλον, το κέντρον του Χατζηηλία. 3η Κυριακή εξαναπήγαμεν με τον Χριστάκην Ελευθερίου, από τον Λιθροδόντα, που ήταν μαζίν με τον Γιώργο στρατιώτης, και με τον ξάδερφό μου. Μόλις πήγε εκεί ο Χριστάκης, έπαθε κρίση πανικού, γύρευε τες σπηλιές για να κρυφτεί…Ζωντάνεψαν στη μνήμη του οι στιγμές της φρίκης του πολέμου, όπως τον έζησεν το 1974 τζι επεράσαν ήδη σχεδόν 30 χρόνια. Ήταν συγκλονιστικό!
Πήγα πολλές φορές, στη συνέχεια. Μου έδειχναν διάφορα σημεία, στα οποία έκσκαβα αλλά δυστυχώς δεν τον έβρισκα… Το τοπίο με την πάροδο του χρόνου διαφοροποιήθηκε. Με βοήθησεν τότε πολύ και ο Χριστάκης ο Λιπέρης, ο τότε δήμαρχος. Ήρθε με το παντζιέρο του, με κούσπους τζαι με φτυάρια τζι επήαμεν στον Άγιον Παύλον, στον Πενταδάκτυλον, τζειαμαί που σκοτώθηκεν ο αρφός μου. Δύο φορέ επήγαμεν με τον δήμαρχόν. Πήρα και τον μακαρίτην τον παπα Παρασκευάν μιαν φοράν μαζί μου τζι εκάμαμεν τρισάγιο εκεί που σκοτώθηκεν.
Η ΚΥΠ ήρθε στο μαγαζί μου και μου είπαν να μην πηγαίνω να σκάφτω και τη δεύτερη φορά ήρθαν να με συλλαβουν, γιατί δημιουργούσα προβλήματα. Η ΔΕΑ (Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων), μου είπαν, δεν ενδιαφέρεται όταν ο αδερφός σου είναι πεθαμένος, αλλά ψάχνει μόνο για αγνοούμενους. «Οι Τούρκοι εν σε ενόχλησαν»; ερωτούσαν με τούτοι της ΚΥΠ τζι είπα τους ότι εν μου εδημιούργησαν κανέναν πρόβλημαν οι Τούρκοι.
Μετά από πολλές προσπάθειες, απογοητεύτηκα, αλλά συνέχισα κατά καιρούς να πηγαίνω με άλλους στρατιώτες και να προσπαθώ, χωρίς όμως να τον βρω. Μια μέρα είδα στην τηλεόραση την Σιεβκιούλ, την Τουρκοκύπρια δημοσιογράφο που βοηθούσε πάρα πολύ στο θέμα των αγνοουμένων. Είχε καλέσει όσους συγγενείς αγνοουμένων θέλουν, να επικοινωνήσουν μαζί της. Πήρα τηλέφωνο στην εκπομπή της Ελίτας, στο Σίγμα και μίλησα με την Σεβκιούλ. Με πηρε τηλέφωνο η ίδια και μου είπε να βρεθούμε τη μεθεπόμενη Κυριακή και να συναντηθούμε στο Λήδρα Πάλας. «Θα απεράσεις και θα με βρεις στο καφενεδάκι», μου είπε. Ενοικίασε ένα σουζούκι ψηλό. Ήταν Μάρτης του 2010. Περάσαμε στα κατεχόμενα και ήρθε η Σιεβκιούλ . Ήταν αρχές Μαρτίου, όλα ανθισμένα, σωστός παράδεισος. Είδαμε το τοπίο και κλείσαμε ραντεβού ξανά την Κυριακή. «Θα φέρω τη ΔΕΑ των Τούρκων», μου είπε η Σιεβκιούλ. Με την Ελένη ξαναπήγαμε μέσω του Λήδρα Πάλας. Μπήκαμε σε ένα πράσινο βαθύ διπλοκάμπινο με δύο Τουρκοκύπριους αστυνομικούς. Ήταν και οι δύο Παφίτες. Ήξεραν ελληνικά, αλλά ο ένας δεν μιλούσε. Πήγαμε Καραβά, Λάπηθο και βγήκαμε πάνω. Τότε μας έδειξε τον δρόμο του Αγίου Ιλαρίωνα, που πια τον χρησιμοποιούσαμε. Με ρωτούσαν αν έφερνα παπά και αν έσκαβα
«Εσού ήρωας»! μου είπε ο ένας Τουρκοκύπριος. «Την άλλην Παρασκευήν, να φέρεις στρατιώτες που ήταν μαζίν του, που εξέραν πού ήτουν θαμμένος», συνέχισε. «Θα φέρω σιοίρον (εκσκαφέα), να σκάψουμεν βουνόν, νά ‘βρω αρφόν σου»…μου είπεν ο ίδιος Τουρκοκύπριος τζι εγιώ ελούθηκα τα κλάματα.
Έτσι κι έγινε. Έσκαβαν, αλλά τίποτε. Ο Τουρκοκύπριος που οδηγούσε τον εκσκαφέα μιλούσε άπταιστα ελληνικά. Ήταν από τον Άγιο Θεόδωρο της Καρπασίας. «Μόνον ελληνικά εμιλούσαμεν εμείς», μου είπε. Την επόμενη ημέρα ήρτεν και ο Ξενοφών Καλλής, της Κυπριακής ΔΕΑ.
«Ρε Τάκη», είπεν μου, «ξέρεις προβλήματα που μου δημιουργείς; Έχουμν μιαν κεττάπαν γεμάτην για σεναν»
15 μέρες εσκάβαμε με τον εκσκαφέαν. Σχεδόν ολοι οι στρατιώτες που ήταν με τον αδερφό μου πέρασαν από εκεί αλλά δεν βρίσκαμε τίποτε. Τελικά, θυμήθηκα έναν άλλον στρατιώτην, τον Κυριάκο Χάππιλλον. Ετηλεφώνησά του τζι είπεν μου ότι τον έθαψαν κάτω από μια μικρή ελιά. Και μας υπέδειξε να σκάψουμε εκεί, όπως και έγινε. Εκεί έσκαψε προηγουμένως η ΔΕΑ κι εγώ. Πήγα σε βάθος τρία πόδια, αλλά δεν βρήκα τίποτε και σταμάτησα. Ήταν 10 Απριλίου 2010, ημέρα Παρασκευή. Η ελιά, 36 χρόνια μετά, είχε γίνει τεράστια. Ψιλόβρεχε. Ο Καλλής μάς είπε να φύγουμε και να ξανάρθουμε τη Δευτέρα. Επιστρέφαμε στο χωριό, οπότε μας πήρε τηλέφωνο ο Καλλής ο Ξενοφών και μας είπε ότι «βρήκαμε οστά και ρούχα. Θα συνεχίσουμε τη Δευτέρα. Θα τα πάρουμε στη Λευκωσία για να γίνει DNA».
Το πώς νιώθαμε εκείνην την ώραν δεν περιγράφεται. «Επιτέλους», είπα της Ελένης, όταν έκλεισα το τηλέφωνον κλαμένος τζαι κατασυγκινημένος.
Δευτέρα , 13 Απριλίου 2010, ώρα έξι το πρωίν εφύαμεν από το σπίτιν μας τζι επήαμεν στον Πενταδάκτυλον. Ηταν σε βάθος ενάμισι μέτρου όταν τον ηύραμεν. Βρήκαμεν οστά σε διάφορα σημεία, σε έναν πετρερόν το μισόν κρανίον τζαι κόκκαλα του ποδιού. Τα πήρεν όλα ο Καλλής στο Ινστιτούτον Γενετικής. Μετά από λίγον καιρόν διαφώνησαν για τα χρήματα το Ινστιτούτο Γενετικής και η Κυβέρνηση και έστελλαν τα οστά στην Βοσνίαν-Ερζεγονίνην, όπως μάθαμε, για DNA. Πέρασαν δύο χρόνια χωρίς καμιά ενημέρωση από τη ΔΕΑ. Απογοητεύτηκα αλλά εν είχα επιλογήν. Επερνούσεν όμως ο τζαιρός τζι εν μας ελαλούσαν τίποτε. Οπότε, μιαν ημέραν, μαζίν με όλους τους συγγενείς, όταν συνεδρίαζεν η Επιτροπή Πεσόντων και Αγνοουμένων εκάμαμεν διαδήλωσην έξω από την Βουλήν. Περιμέναμεν τέσσερα χρόνια για έναν DNA! Τους έγραψα στα πανό, «Αφού είναι για τα χρήματα, πληρώνω εγώ να γίνει το DNA». Πλήρης απογοήτευση όμως και από Βουλή.
Τελικά, το 2014 μάς κάλεσαν κα πήγαμε στη Διερευνητική Επιτροπή. Πήγα με τον γιο μου τον Γιώργο. Εκεί βρήκαμε τον Γραμματέα της Επιτροπής τον Φιλάρετο, που ήταν πολύ καλός άνθωπος, είδαμε την αρχαιολόγο, την ανθρωπολόγο, ήταν και ο Καλλής και πήγαμε πάνω.
Ύστερα, μου είπε ο Γραμματέας ότι θα μας εξηγήσει κάτι η ανθρωπολόγος για το DNA . Μου είπε ότι το DNA του αδερφού μου δεν ταίριαζε καθόλου με το δικό μου και ότι έπρεπε να πάμε με το DNA των γονιών, που ήταν ήδη πεθαμμένοι. Αντιδράσαμε έντονα. Ο Γιώργος θύμωσε και τράνταξε το τραπέζι. Φύγαμε και πάλι απογοητευμένοι.
Σε έξι μήνες μάς τηλεφώνησε μια κοπέλα της Διερευνητική, ψυχολόγος από Λάρνακα, πολύ καλή κοπέλα. Ήρτε σπίτι μας και μας έφερε τα νέα: πως το DNA του Γιώργου ήταν εντάξει και θα έπρεπε να κανονίσουμε τα της κηδείας.
Μετά από έναν μήνα μας κάλεσαν στο Αεροδρόμιο Λευκωσίας, όπου είναι η έδρα των Διερευνητικών Επιτροπων (τρεις). Πήγαμε όλη η οικογένεια, μας έβγαλαν πάσα και μπήκαμε μέσα. Πήγαμε μέσα και μας είπαν πώς έγινε η όλη διαδικασία. Η ανθρωπολόγος απολογήθηκε: «Οφείλω μία μεγάλη απολογία στον κύριο Τάκη Ττόουλο, γιατί κάναμε λάθος με το DNA . Τελικά, από λάθος το DNA του Γιώργου συγκρινόταν με το DNA κάποιου άλλου και όχι του Τάκη».
Μας έδειξαν μετά βίντεο της περιοχής όπου ανευρέθηκαν τα οστά. Μας ήταν όλα γνώριμα, αφού συμμετείχαμε ενεργά σε όλες τις φάσεις.
Μας πήραν μετά σε μια αίθουσα με τα οστά σε τραπέζι: Κρανίο μισό, κόκαλα των ποδιών, ισχύο, κοκαλάκια που τα είχαν σχήμα ανθρωποειδές, το κάθε κόκαλο στη θέση του σαν σκελετός.
Μόλις τα είδα , ελιποθύμησα. Δεν άντεξα. Με συνέφεραν. Τα είδαμε. Δεν ήταν όλα, δυστυχώς έφαγαν και τα πουλιά και οι αλεπούδες και οι σκύλοι οι αδέσποτοι! Έτσι του ταίρκαζεν του αρφούν μου; Εσκέφτουμεουν τζι έκλαια τζι ο Γιώργος μου εστήριζέν με.
Η κηδεία του ήταν συγκλονιστική. Μίλησέ μας, πώς την βίωσες;
Στη συνέχεια, κάναμε τις διαδικασίες για την κηδεία. Μας έστειλαν και επιστολή ότι θα μας δώσουν δυο χιλιάδες ευρώ…Τόσα άξιζε ο αδερφός μου; Μπόνους;
Τα έξοδα τα ανέλαβε ο Δήμος Αραδίππου. Ζήτησα να είναι σε σεντούκι κανονικό, όχι με μικρό κασόνι.
«Τον αρφόν μου θέλω τον μετά που ‘ννά τον πιάω», είπα στον Καλλή, «να έρτει έσσω μου μια δκυο ώρες πριν από την κηδείαν».
Πηρα σεντούκι. Τον έβαλαν μέσα, το σφράγισαν και στες 7 Σεπτεμβρίου 2014 έγινεν η κηδεία. Τον εφέραμεν πρώτα στο σπίτιν μου, τον είδεν ο κόσμος και μετά περπατητοί, τον μεταφέραμεν από τον δρόμον μπροστά στο πατρικόν μας σπίτιν όπου εγεννήθηκεν τζι εμεγάλωσεν ως τα είκοσί του χρόνια, τζιαι καταλήξαμεν μέσω της οδού του Γεωργίου Ττόουλου, στον Απόστολον Λουκάν.
Χιλιάδες κόσμος, εμίλησεν ο Δήμαρχος τζαι πολλοί άλλοι…Εποσιαρετήσαμέν τον όπως του έπρεπεν.
Ήταν τζι ο στρατός τζι απόδωσεν τις «δέουσες» τιμές… Ο Παπα-Παρασκευάς επέμενεν να γίνονται εισφορές για την εκκλησιάν, αλλά εμείς εδιαφωνήσαμεν τζι εγράψαμεν : Για το Μμνημείο Πεσόντνων και Αγνοουμένων…. Έκαμα στο περβόλιν μου για ν’ αθθυμούμαστεν τον αρφόν μου τον ήρωαν του ’74 τζι ούλους όσοι εσκοτωθήκαν ή είναι ακόμα αγνοούμενοι εξαιτίας της μεγάλης προδοσίας και της τραγωδίας του 1974! Ας είναι αιώνια η μνήμη τους. Επήαν τζι εχαθήκαν τέλεια άδικα! Τζι ας όψουνται που τά’ καμαν!
Ούλες οι ομιλίες της κηδείας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικόν του Δήμου Αραδίππου (αρ. 22/2014), χάρη στον αδερφικόν φίλον Κωστάκην Κατσώνην, φιλόλογον καθηγητήν, που τον ευχαριστώ και για τη συνέντευξη.
Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς τον ξάδερφό μου Γεώργιο Στυλιανού από το Κίτι, με βοήθησεν πάρα πολύ στην ανεύρεση των λειψάνων του αγαπημένου μου αδερφού. Ευχαριστώ ακόμα τους συμπολεμιστές του αδερφού μου, που δίχως να φοβηθούν και με προθυμία έρχονταν και βοηθούσαν στον εντοπισμό των οστών. Ευχαριστώ επίσης πολύ όλη την οικογένειά μου, μα πάνω απ’όλους τη σύζυγό μου Ελένη, που στάθηκε αρωγός και δίπλα μου σε όλη αυτή την δύσκολη προσπάθεια.